Μετράμε πλέον αντίστροφα για τις ευρωεκλογές – απέχουμε μόλις 85 ημέρες από το ραντεβού με την κάλπη – Ημερολογιακά, ο χρόνος είναι λίγος – αλλά ο πολιτικός χρόνος ως την εκλογική αναμέτρηση είναι πολύς – Πολλά μπορούν να αλλάξουν ως τότε, είτε προς το καλύτερο για κάθε κόμμα ξεχωριστά, είτε προς το χειρότερο.
Του Στέφανου Τζανάκη
Προς το παρόν, το ΠΑΣΟΚ είναι ο μεγάλος ηττημένος της σαιζόν: Το φθινόπωρο του ΄23 έδειχνε ότι θα μπορούσε να προσεγγίσει ακόμα και ποσοστά πάνω από 16% – 17% ενώ σήμερα είναι και πάλι στην τρίτη θέση δημοσκοπικά, έστω και με μικρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος μάλιστα κατάφερε μέσα από ένα συνέδριο που έμοιαζε περισσότερο με ριάλιτι, να απογαλακτιστεί από τον Αλέξη Τσίπρα.
Στο δρόμο προς τις κάλπες, το μόνο κόμμα που έχει κάποια σχετική άνεση, είναι η Νέα Δημοκρατία, μιας και ο πήχης είναι χαμηλά για το κυβερνών κόμμα: Μιλάμε για ευρωεκλογές, δηλαδή για κάλπες που δεν κρίνουν την διακυβέρνηση, όταν δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Αν σκεφτεί κανείς ότι στις ευρωεκλογές του 2019, όταν η ΝΔ πήγαινε με φόρα Τσαπανίδου να πάρει την εξουσία από τον ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισε στις ευρωκάλπες με ένα σεμνό 33% και δεν απογειώθηκε παρά στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, είναι προφανές ότι τώρα δεν θα έχει πολιτικό πρόβλημα, ακόμα κι αν περάσει κάτω από αυτό το ποσοστό. Άλλωστε, η πρώτη θέση είναι δεδομένη.
Σε έναν βαθμό, το ίδιο ισχύει και για τον Στέφανο Κασσελάκη, αν καταφέρει να κρατηθεί στην δεύτερη θέση που του δίνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κανένας στον ΣΥΡΙΖΑ δεν προσδοκά την πρωτιά, αντίθετα οι σημερινοί ψηφοφόροι του, που είναι ένα αρκετά διαφορετικό κοινό σε σχέση με εκείνους του περασμένου Ιουνίου, θα είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από τον νέο αρχηγό αν πάρει το ασημένιο στην πρώτη του επαφή με τις κάλπες, όπως και δεν θα κλάψουν αν πάρει το χάλκινο με βραχεία κεφαλή.
Αντίθετα, για το ΠΑΣΟΚ, μία ενδεχόμενη παραμονή στην τρίτη θέση θα είναι ένα τεράστιο πισωγύρισμα, που θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που η ηγεσία ενός κόμματος απογοητεύει ένα σημαντικό κομμάτι της εκλογικής του βάσης για λόγους καθαρά πολιτικούς – δηλαδή με την κοινοβουλευτική παρουσία του.
Κι όμως, η χρονιά είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς: όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντούσε στην Ωρα του πρωθυπουργού στον Νίκο Ανδρουλάκη για την στέγη, χωρίς να φείδεται επαίνων για τις περισσότερες από τις προτάσεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας μάλιστα ότι θα μελετούσε κατά πόσον μπορούσε να τις υιοθετήσει.
Ένα σημαντικό κομμάτι των ανθρώπων που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη, ψηφίζουν πλέον τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι ψηφοφόροι αυτοί, ωστόσο, θα ήταν πρόθυμοι να δώσουν μία ευκαιρία στο κόμμα που ψήφιζαν παλιότερα, έστω και διερευνητικά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει οριστικά τη δεύτερη θέση. Ωστόσο, ο κ. Ανδρουλάκης αρνήθηκε να παίξει στο παιχνίδι της συναίνεσης, που θα τον «έδενε» με τον χώρο των κεντρώων.
Αρνήθηκε να ψηφίσει στην Ολομέλεια την επιστολική ψήφο στις ευρωεκλογές, επικαλούμενος την απρέπεια της Νίκης Κεραμέως να επιχειρήσει με εκπρόσθεσμη τροπολογία την επέκτασή της και στις εθνικές εκλογές. Εμφανίστηκε έτσι να καταψηφίζει μία ρύθμιση με την οποία συμφωνούσε – και μετά ήλθε το νομοσχέδιο Πιερρακάκη.
Εκεί το ΠΑΣΟΚ, αντί να λειτουργήσει ως ο εγγυητής των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων πιέζοντας παράλληλα υπέρ των δημοσίων ΑΕΙ, επέλεξε να κάνει δίκη προθέσεων για συμφέροντα τα οποία τάχα θα έλθουν να φτιάξουν ψευτοπαραρτήματα για να πάρουν τα λεφτά του κόσμου με υψηλά δίδακτρα. Μα η Βουλή για αυτό το λόγο υπάρχει – για να παρεμβαίνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να πιέζουν για να γίνουν πιο δίκαιες για τους πολλούς οι ρυθμίσεις των νομοσχεδίων. Ήλθε μετά και το σκανδιναβικό μοντέλο που δεν είναι σκανδιναβικό και δεν είναι μοντέλο, ήλθε και η αντιπαράθεση με τον Βαγγέλη Βενιζέλο ως προς την ανάγκη να γίνει πρώτα η αναθεώρηση του άρθρου 16 και η ρήξη με τους κεντρώους ψηφοφόρους ολοκληρώθηκε.
Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να συναγωνίζεται τον ΣΥΡΙΖΑ στο «όχι σε όλα». Ο κ. Κασσελάκης μπορεί να σαγηνεύει το κοινό του και τα τρολ της Κουμουνδούρου με αναφορές σε offshore του Μητσοτάκη και στο σπίτι του Βολταίρου, αλλά οι κεντρώοι δεν «ψήνονται» με καταγγελίες για συμφέροντα και αντιφατικά μηνύματα.