Η πρόσφατη σειρά πατροκτονιών – όλες εξαιτίας χρόνιας κακοποίησης – βάζει το δικό της λιθαράκι στη δημόσια συζήτηση που έχει ξεκινήσει σχετικά με το γάμο ομόφυλων ζευγαριών.
Του Στέφανου Τζανάκη
Το γιατί είναι απλό: Η ισχυρότερη ένσταση που προβάλλεται έχει να κάνει με το μεγάλωμα των παιδιών, με τον ισχυρισμό ότι ένα ζευγάρι ομοφύλων είτε θα επιβάλει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις σεξουαλικές του προτιμήσεις στους απογόνους του, είτε ότι θα τους περάσει λάθος πρότυπο για την κοινωνικοποίησή τους.
Είναι προφανές ότι και οι δύο ισχυρισμοί πάσχουν: οι γκέι συνάνθρωποί μας μεγαλώνουν σε «κανονικές» οικογένειες οι οποίες εκ του αποτελέσματος δεν τους επιβάλλουν τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, ενώ και η κακοποίηση, είτε από τον πατέρα – όπως συμβαίνει συνήθως – είτε από τη μητέρα, δεν έχει να κάνει με το αν ο κακοποιητής νιώθει γκέι ή στρέιτ.
Σε μία οικογένεια όπου υπάρχουν σχέσεις αγάπης, η σεξουαλική ταυτότητα των γονιών παύει να έχει σημασία: υπάρχει άλλωστε το παράδειγμα της Σάνα Μαρίν, της πρώην πρωθυπουργού της Φινλανδίας, που γεννήθηκε ενόσω η μητέρα της ήταν με τον πατέρα της και ενηλικιώθηκε ζώντας με τη μητέρα της και τη σύντροφό της.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα συνέβαινε αν η μητέρα της Σάνα Μαρίν παρέμενε στο γάμο με τον σύζυγό της καταπιέζοντας την σεξουαλική της επιλογή. Πώς θα είχε συμβάλει κάτι τέτοιο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας της Σάνα Μαρίν; Ίσως θετικά, ίσως αρνητικά, ίσως ούτε θετικά, ούτε αρνητικά. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ένας άνθρωπος που
δεν κρύβεται έχει περισσότερες πιθανότητες να αποτελέσει θετικό πρότυπο για ένα παιδί.
Υπάρχει και η συζήτηση για το αν η κοινωνία μας ξεμπέρδεψε με τους γκέι με την «παραχώρηση» του δικαιώματος στο σύμφωνο συμβίωσης, όπως υπονόησε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Μπορεί για την Εκκλησία αυτό να είναι μία «προχωρημένη» άποψη – τη στιγμή που άλλοι Ιεράρχες διακηρύσσουν με άνεση ότι στους κόλπους της δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι – αλλά είναι προφανές ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να προσχωρήσει σε τέτοιες λογικές. Τα ίδια άλλωστε έλεγαν από την Εκκλησία όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έφερνε τον πολιτικό γάμο στη χώρα μας ή όταν η Βουλή νομοθετούσε το δικαίωμα στην αποτέφρωση. Και σε κάθε περίπτωση δεν μιλά κανείς για γάμο με παπά και με κουμπάρο, που είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εκκλησίας.
Οι δημοσκοπήσεις – παρ’ ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν νοείται να συζητούνται με όρους πλειοψηφίας και μειοψηφίας – δείχνουν ότι στην κοινωνία μας υπάρχει διχασμός για το ζήτημα: πάνω από τους μισούς λένε «ναι» στον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και πάνω από τους μισούς λένε «όχι» στην τεκνοθεσία για αυτά τα ζευγάρια. Όμως ο γάμος έχει να κάνει με τα παιδιά – αλλιώς θα ήταν αρκετή μία συμφωνία σε έναν συμβολαιογράφο για τα περιουσιακά.
Ύστερα, υπάρχει ο κίνδυνος της δημιουργίας δύο ταχυτήτων ομόφυλων ζευγαριών – εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ για να παντρευτούν, όπως έκανε ο Στέφανος Κασσελάκης με τον σύντροφό του και εκείνων που θα πρέπει να συμβιβαστούν με ένα εγχώριο σύμφωνο συμβίωσης. Δεν είναι απλώς υποκριτικό, όλο αυτό;