Παρακολουθούσα επί ημέρες τον Αύγουστο τις διακοπές ενός τυπικού γερμανικού ζευγαριού. Είχαν κλείσει από τον χειμώνα μέσω πρακτορείου ένα μικρό διαμέρισμα σε χαμηλή τιμή. Νοίκιασαν και μια πλαστική βάρκα με την οποία την πρώτη ημέρα ταξίδεψαν ώρες και φωτογραφήθηκαν σε κάθε γωνιά. Στη συνέχεια όμως μπήκε πρόγραμμα. Μόνο μια μικρή βόλτα την ημέρα για μπάνιο. Στην επιστροφή έτρωγαν στην ίδια φτηνή, καλή ταβέρνα και ο λογαριασμός δεν ξεπερνούσε τα 25 ευρώ.
Ενα μεσημέρι ενώ απολάμβαναν τη χωριάτικη σαλάτα και τα τηγανητά καλαμαράκια τους εμφανίζεται με σούπερ ταχύπλοο μια παρέα Ελλήνων σε μεγάλα κέφια. Κουβαλούν σε τσάντες 10 κιλά ψάρια τα οποία – είπαν – ότι είχαν πιάσει με ψαροντούφεκο. «Να μας τα ψήσεις όλα» λένε στον ταβερνιάρη και σε λίγο στήθηκε γλέντι.
– Τι γιορτάζουν; ρωτάει με απορία ο Γερμανός;
– Γλεντάνε, όπως κάθε μέρα, για τα λεφτά που μας δώσατε, ρίχνει την μπηχτή ο ταβερνιάρης του οποίου η γυναίκα είναι Γερμανίδα και ισχυρίζεται ότι ξέρει πώς σκέφτονται οι δανειστές μας.
Ο γερμανός τουρίστας είναι εκπαιδευτικός, με πολύ χιούμορ και καλή διάθεση. Ερχεται τα τελευταία 10 χρόνια στην Ελλάδα και ψάχνει να αγοράσει ένα μικρό σπίτι στο νησί για να μείνει όταν θα πάρει τη σύνταξή του.
«Εντάξει, ξέρω ξέρω, δεν θα τηλεφωνήσω στην “Μπιλντ” να έρθουν για ρεπορτάζ. Είστε τρελοί. Μ’ αρέσει η Ελλάδα γιατί είναι ένα κινητό πανηγύρι. Να ξέρετε πάντως ότι ποτέ δεν θα πείσετε τους Γερμανούς ότι δικαιούστε να περνάτε καλύτερα από εκείνους γιατί είστε διαφορετικοί…».Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “