Η κυβέρνηση εξήγγειλε πρόσφατα μία «αναβάθμιση» στο πρόγραμμα καταγγελιών για φορολογικές παραβάσεις. Μέχρι σήμερα, η δυνατότητα υπήρχε, δίχως ποτέ το υπουργείο Οικονομικών ή η ΑΑΔΕ να ανακοινώσει ποια ποσά εισπράχθηκαν αξιοποιώντας το θεσμό της καταγγελίας (και ιδίως κατά πόσον τα ευρήματα συνδέονταν αιτιωδώς με την καταγγελία και δεν αποτελούσαν άλλες απλές παραβάσεις που ούτως ή άλλως θα εξακριβώνονταν στο πλαίσιο του ελέγχου (λ.χ. λογιστικές διαφορές). Σε τι συμπυκνώνεται η «αναβάθμιση»; Στην παροχή οικονομικών κινήτρων (μέχρι 3.000 ευρώ) σε περίπτωση επιβεβαίωσης της καταγγελίας.
Του Αργύρη Αργυριάδη
Ο θεσμός της καταγγελίας δεν είναι κάτι καινούριο στην ελληνική πραγματικότητα ούτε αποτελεί μόνον ελληνικό φαινόμενο. Από τα πιο επιτυχημένα παγκοσμίως συστήματα καταγγελιών είναι το IRS Whistleblowers Program της αντίστοιχης αρχής δημοσίων εσόδων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προβλέπει υποχρεωτικές αμοιβές στους πληροφοριοδότες για σημαντικές, όμως, υποθέσεις διαφθοράς. Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος κρίνεται από το γεγονός ότι την περίοδο από το 2007 έως και το 2020 τα έσοδα του αμερικανικού ομοσπονδιακού κράτους από τις καταγγελίες ανήλθαν σχεδόν στα 6 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της αμερικανικής IRS.
Και στην Ελλάδα ο θεσμός της καταγγελίας είναι γνωστός μολονότι δεν υφίσταται ένα ενιαίο κρατικό σύστημα υποδοχής των καταγγελιών. Φορείς-αποδέκτες των καταγγελιών είναι διάφορες αρχές όπως οι εισαγγελικές αρχές, η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, ο Συνήγορος του Πολίτη, το Ελεγκτικό́ Συνέδριο, η Διεύθυνση της Οικονομικής Αστυνομίας, το Γενικό́ Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), η Ανεξάρτητη Αρχή́ Δημοσίων Εσόδων(Α.Α.Δ.Ε.), το Σώμα Επιθεώρησης Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π), το Σώμα Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.), το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων (Σ.Ε.Δ.Ε.), ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων της Ακτοφυλακής.
Πράγματι, η καταγγελία ως θεσμός καταστολής αξιόποινων ή αντικοινωνικών φαινομένων υπάρχει παντού. Στο ίδιο πλαίσιο, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, υπάρχει και ένας θεσμός προστασίας των καταγγελλόντων, ιδίως σε υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος, αλλά πάντοτε με εχέγγυα και νομικά αντίβαρα.
Οι τέσσερις βασικές διεθνείς συμβάσεις, οι οποίες δεσμεύουν την Ελλάδα (δηλ. η Σύμβαση του ΟΟΣΑ Κατά της Δωροδοκίας, η UNCAC, η Σύμβαση Αστικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί Διαφθοράς), καλούν τα συμβαλλόμενα μέρη να προστατεύουν αποκαλύψεις οι οποίες γίνονται «καλή τη πίστει» και «για εύλογη αιτία». Σύμφωνα με τις παραπάνω συνθήκες αν ένα πρόσωπο, βάσει των πληροφοριών που του διατίθενται, ευλόγως θεωρεί ότι οι πληροφορίες που κατέχει υποδεικνύουν μία επιλήψιμη συμπεριφορά, σύμφωνα με την κρίση του μέσου πολίτη, τότε στο πρόσωπο αυτό πρέπει να παρασχεθεί προστασία.
Συνεπώς, στις εν λόγω νομοθεσίες, τα στοιχεία της «καλής πίστης» και της «εύλογης αιτίας» είναι ταυτόσημα και σχετίζονται όχι με το προσωπικό κίνητρο του προσώπου που προβαίνει στην αποκάλυψη, αλλά με την πεποίθηση του προσώπου όσον αφορά τη σημασία των πληροφοριών σχετικά με τις φερόμενες επιλήψιμες συμπεριφορές.
Στο παραπάνω πλαίσιο είναι αδιάφορο αν το πρόσωπο που προβαίνει στην αποκάλυψη λειτουργεί βάσει πρωτίστως χρηστών κινήτρων όταν αποκαλύπτει την επιλήψιμη συμπεριφορά ή βάση άλλων, ενδεχομένως χρηματικών κινήτρων. Αρκεί να είναι πεπεισμένο ότι οι πληροφορίες που παρέχει καταδεικνύουν επιλήψιμη συμπεριφορά.
Ωστόσο, αν κάποιος παρέχει πληροφορίες, οι οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε ευλόγως να γνωρίζει ότι είναι εμφανώς αναληθείς, τότε σαφώς απαιτούνται εχέγγυα που αφενός θα αποκλείουν την προστασία του και αφετέρου θα επιτρέπουν την επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση που προκλήθηκε βλάβη ως συνέπεια της εν λόγω αναληθούς αποκάλυψης.
Το ερώτημα, λοιπόν, που δημιουργείται είναι κατά πόσον τούτο διασφαλίζεται με το νέο νομικό πλαίσιο φοροκαταγγελιών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη μας δεν προκύπτει καμία τέτοια διασφάλιση.
Περαιτέρω, ο κίνδυνος που ελλοχεύει, από τη στιγμή που το χρηματικό κίνητρο δίνεται για κάθε καταγγελία, είναι το σύστημα να «μπουκώσει» από καταγγελίες που έχουν κυρίως ταπεινά κίνητρα (επιχειρηματικοί ανταγωνισμοί, ενδοοικογενειακές διαφορές, ερωτικές αντιζηλίες κ.λπ.). Έχουμε τους μηχανισμούς να αξιολογούν και να προτεραιοποιούν ελέγχους εάν εκτοξευθεί ο αριθμός των καταγγελιών;
Ή μέσα στο πλήθος των καταγγελιών (ακόμη και για μία απλή μη έκδοση απόδειξης) θα χάνονται οι σημαντικές υποθέσεις φοροδιαφυγής; Εντέλει το κράτος πού αποσκοπεί; Στην «ιδιωτικοποίηση» του ελεγκτικού μηχανισμού κάνοντας τον πολίτη (όπως ήδη έχει κάνει τους λογιστές) μακρύ χέρι του φοροεισπρακτικού μηχανισμού; Στην επαύξηση φαινομένων κοινωνικού αυτοματισμού (η μια κοινωνική ομάδα να καταγγέλλει την άλλη) ή στην αύξηση των δημοσίων εσόδων; Με το τριχίλιαρο για κάθε είδους καταγγελία μόνον το τελευταίο δεν θα επιτύχει…
*Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 05.11.2023