Όπως αποδείχθηκε – εκ του αποτελέσματος – στις εθνικές εκλογές του περασμένου Μαΐου, οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να «πιάσουν» πάντοτε το εκλογικό αποτέλεσμα: εκείνη τη φορά, το πρόβλημα ήταν η υπερεκτίμηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ.
Του Στέφανου Τζανάκη
Μέχρι το τέλος, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων αρνήθηκαν να ανεβάσουν την διαφορά μεταξύ των (μέχρι τότε) δύο πρώτων κομμάτων, με αποτέλεσμα να μην είναι κανείς προετοιμασμένος για ό,τι συνέβη εκείνη την βραδιά, όταν κατέρρευσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκ των υστέρων, οι δημοσκόποι υποστήριξαν ότι είχαν αποφασίσει να μην αποτυπώσουν δημόσια όσα έβλεπαν στα δείγματά τους, μιας και το συγκεκριμένο κόμμα είχε δημιουργήσει μία παράδοση υποεκτίμησης των ποσοστών του στις δημοσκοπήσεις. Τον δισταγμό τους αυτό είχε επιχειρήσει μάλιστα να τονώσει ο Αλέξης Τσίπρας, δηλώνοντας προεκλογικά ότι πολλοί ψηφοφόροι του φοβούνταν ότι θα είχαν… επιπτώσεις εφόσον δήλωναν στις εταιρείες πρόθεση να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ…
Σήμερα, μετά τα όσα έχουν συμβεί με την αλλαγή προέδρου στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται πλέον στην τρίτη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις, με ποσοστά πρόθεσης ψήφου ελαφρά μεγαλύτερα από εκείνα του ΚΚΕ, το οποίο, μαζί με το ΠΑΣΟΚ που έχει περάσει πλέον στην δεύτερη θέση, έχουν τα πιο ορατά δημοσκοπικά κέρδη από το «φαινόμενο Κασσελάκη», δηλαδή την απελπισμένη προσπάθεια κάποιων δεκάδων χιλιάδων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να ανακαλύψουν έναν νέο Τσίπρα που θα νικήσει και πάλι τη Νέα Δημοκρατία, όπως το 2014 – 2015.
Ισχύει όμως τώρα πια ο κανόνας της υποεκτίμησης στις δημοσκοπήσεις; Ή μήπως έχουμε περάσει στην υπερεκτίμηση; Το πιθανότερο είναι αυτό – αλλά θα το μάθουμε σε επόμενα γκάλοπ. Αυτή την περίοδο υπάρχουν πολλοί – μα πάρα πολλοί – ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι ούτε με τη νέα ηγεσία, ούτε και με την ομάδα των 11 βουλευτών που αποχώρησαν – και δεν υπάρχει περίπτωση να συνταχθούν ούτε με τους μεν, ούτε με τους δε. Ωστόσο, όταν ερωτώνται από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, δεν τους πάει η καρδιά να δηλώσουν – έστω – αναποφάσιστοι.
Αν μελετήσει κανείς τις μετρήσεις, θα διαπιστώσει ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ των εκλογών του Ιουνίου – δηλαδή το 17% – είναι περίπου διχασμένοι για το ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο, ενώ εκείνοι που δηλώνουν έτοιμοι να ξαναψηφίσουν δικαιώνουν τον Στέφανο Κασσελάκη σε ποσοστό πάνω από 65% – 70%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει ένα 30% – 35% του 12% που είναι πολύ πιθανό ότι θα κόψει τις σχέσεις με την Κουμουνδούρου, χωρίς αναγκαστικά να κινηθεί προς τους αποχωρήσαντες.
Σε μία τέτοια περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί με μονοψήφια ποσοστά και στην τέταρτη θέση, πολύ χαμηλότερα από τον πήχη του 17% – εκεί που τον τοποθέτησε δημοσίως ο νέος πρόεδρός του. Το 17% είναι ένα ποσοστό που στοιχειώνει την Αριστερά – ήταν ο μεγάλος στόχος του ΚΚΕ για να περάσει στην δεύτερη κατανομή στις εκλογές του 1981, αλλά μέσα από ένα παράξενο παιχνίδι των αριθμών έμεινε με 17 έδρες και με ποσοστό 10,7%.
Είναι μάλλον προφανές ότι οι συμβουλές Τσίπρα προς όλους να μείνουν στο κόμμα ως τις ευρωεκλογές προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη της νέας ήττας ο Κασσελάκης δεν θα έχουν ιδιαίτερο νόημα μεσοπρόθεσμα – και πάντως πριν από τις ευρωεκλογές: ποιος μπορεί να φανταστεί ότι καθώς τα ποσοστά θα συνεχίσουν να κατηφορίζουν, τα στελέχη του κόμματος θα περιμένουν ψύχραιμα την εξαέρωση προκειμένου να αναλάβουν την εκκαθάριση μετά από την πτώχευση;