Η κυβέρνηση έχει επιβάλει το τελευταίο διάστημα πρόστιμα 3,7 εκατομμυρίων ευρώ σε πολυεθνικές, τα προϊόντα των οποίων κυριαρχούν στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Του Στέφανου Τζανάκη
Ο λόγος; Σε μία περίοδο μεγάλης ακρίβειας, ανέβασαν το ποσοστό κέρδους. Προσοχή, το ποσοστό, όχι το κέρδος. Εν ολίγοις, κερδίζουν περισσότερα από μία οδοντόκρεμα ή από ένα σαμπουάν σε σχέση με τα όσα κέρδιζαν όταν το επίπεδο των τιμών ήταν πολύ χαμηλότερο.
Η επιβολή υψηλών προστίμων για τέτοιες πρακτικές είναι προφανώς ένα θετικό βήμα – αλλά ποιο πρόβλημα του καταναλωτή λύνει; Προφανώς, κανένα. Οι εταιρείες θα προσφύγουν για τα πρόστιμα και αν και εφόσον καταδικαστούν πιθανότατα θα τα ενσωματώσουν στις τιμές που βλέπει ο καταναλωτής στο ράφι.
Πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν οι καταναλωτές; Δεν θα μπορούσαν – ακόμα κι αν το ήθελαν – διότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί: Όπως έχει φανεί σε πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια, οι πολυεθνικές του λιανεμπορίου πωλούν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ελλάδα, τα προϊόντα τους στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτό ίσχυε και όταν ο πληθωρισμός κυμαινόταν γύρω στο μηδέν, αυτό ισχύει και σήμερα. Κυκλοφόρησαν έρευνες που έδειξαν ότι για κάποια προϊόντα του σούπερ μάρκετ, η Ελλάδα είναι 300% ακριβότερη σε σχέση με την φθηνότερη χώρα της Ευρώπης. Επομένως, ένας επιχειρηματίας θα μπορούσε να πάει στην φθηνότερη χώρα, να αγοράσει στην χονδρική το συγκεκριμένο προϊόν, να το εισάγει στην Ελλάδα και να θησαυρίσει πουλώντας μόλις 100% ακριβότερα από τη φθηνότερη χώρα της Ευρώπης. Γιατί δεν γίνεται αυτό; Επειδή οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα – επειδή διαθέτουν πλήθος κωδικών και μεγάλα μερίδια αγοράς – να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τι ανεβαίνει στα ράφια. Η υπόθεση της γνωστότερης ελληνικής μπύρας – και οι δικαστικές περιπέτειες στις οποίες μπήκε προκειμένου να διασφαλίσει την παρουσία της στα σούπερ μάρκετ δεν είναι δα και τόσο παλιές.
Και τώρα, τι κάνουμε; Εμείς οι καταναλωτές, τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε – πέρα από το να ψάχνουμε προσφορές και να «τιμωρούμε» τον ακριβότερο σε κάθε προϊόν, τώρα που υπάρχει σε εμφανές σημείο στο ράφι η τιμή ανά κιλό. Για παράδειγμα, οι καφέδες, το γάλα, τα απορρυπαντικά και τόσα άλλα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ωστόσο, έχει πολλή δουλειά – οφείλει να κυνηγήσει τις εταιρείες που πωλούν όσο πιο ακριβά μπορούν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα, ενώ έχουν άλλη πολιτική πωλήσεων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις ελληνικές επιχειρήσεις που διαθέτουν προϊόντα στα σούπερ μάρκετ. Πολύ πρόσφατο είναι το παράδειγμα μίας μεγάλης εταιρείας που δεσπόζει στον κλάδο του κατόπουλου – και όχι μόνον – η οποία ανακοίνωσε εξαπλασιασμό των καθαρών κερδών μέσα σε έναν χρόνο. Σε τι βαθμό έχει αυτό να κάνει με την αύξηση του μεριδίου αγοράς και όχι με την αύξηση του ποσοστού κέρδους; Δεν είναι δουλειά του καταναλωτή να το κρίνει – είναι δουλειά της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Υστερα, είναι το παρθένο ελαιόλαδο: Ναι, είναι γνωστό ότι η παραγωγή ήταν χαμηλή πέρυσι και θα είναι χαμηλή και φέτος – οπότε αναπόφευκτα ο καταναλωτής θα πρέπει να πληρώσει πολύ περισσότερα. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες εταιρείες που έχουν εκτινάξει τις τιμές, αλλά και μία – ναι, μία – η οποία τις έχει διατηρήσει σε επίπεδα κάτω από τα 10 ευρώ το λίτρο. Δεν θα πρέπει η κυβέρνηση να επιβραβεύσει φορολογικά μία τέτοια κίνηση;