Όλοι (ανα)γνωρίζουν ότι οι εκλογές έχουν σε μεγάλο βαθμό κριθεί: απομένουν κάτι λίγα – αλλά διόλου ασήμαντα – για να έχουμε την πλήρη εικόνα.
Του Στέφανου Τζανάκη
Για παράδειγμα, πόσο άνετη θα είναι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας; Πόση θα είναι η διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ; Πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή; Και κυρίως, ποιο θα είναι το πολιτικό σκηνικό την 26η Ιουνίου;
Σε ό,τι αφορά την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: αυτό που θέλει ο κ. Μητσοτάκης είναι να έχει άνεση στη διακυβέρνηση. Οι «μεγάλες αλλαγές» στις οποίες αναφέρεται – και δεν έχει ακόμα προσδιορίσει επακριβώς – μπορούν να συντελεστούν το ίδιο άνετα και με 180 βουλευτές και με 170 και με 160, εφόσον αφορούν νομοθετικές ρυθμίσεις.
Οι μεγάλες αλλαγές
Προφανώς, αυτές οι αλλαγές δεν έχουν να κάνουν με την συνταγματική αναθεώρηση, όσο κι αν κάποια στελέχη της ΝΔ τις συνέδεσαν με αυτήν – για να εισπράξουν την αποδοκιμασία του πρωθυπουργού. Όπως είναι γνωστό, η επόμενη Βουλή θα αποφασίσει μόνον την θεματολογία της αναθεώρησης – αλλά θα είναι οι πλειοψηφίες της μεθεπόμενης που θα λάβουν τις αποφάσεις. Επομένως, η κυβέρνηση της 26ης Ιουνίου – δηλαδή η κυβέρνηση της ΝΔ – οφείλει στη φάση αυτή, που είναι προκαταρκτική, να είναι «ανοικτή» να μην περιμένει συναινέσεις από τους υπολοίπους, αλλά να επιδείξει η ίδια συναινετικό πνεύμα, διευρύνοντας τον αριθμό των αναθεωρητέων άρθρων σύμφωνα και με τις προτάσεις της αντιπολίτευσης. Μάλιστα, θα ήταν σώφρον να μην περάσει κανένα άρθρο προς αναθεώρηση με 180 ψήφους, αλλά απλώς με πάνω από 151, ώστε να αναζητηθούν οι «μεγάλες συναινέσεις» στην επόμενη Βουλή, διότι τότε θα απαιτούνται.
Παρ’ όλα αυτά, η μετεκλογική περίοδος θα είναι μία ευκαιρία να συζητηθούν τα σχετικά θέματα μεταξύ των κομμάτων, ώστε να διαμορφωθούν από σήμερα κάποιες συμφωνίες για το μέλλον: για παράδειγμα, έστω και με τις γνωστές προεκλογικές παραμορφώσεις, ένας διάλογος έγινε – και μάλιστα, σε επίπεδο αρχηγών, για το άρθρο 16 για την ανώτατη εκπαίδευση. Πέρα από τη ΝΔ, που έχει παγίως την άποψη για την αναθεώρησή του, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας άφησε ανοικτό να συζητήσει κάτι τέτοιο στο μέλλον, όσο και ο Νίκος Ανδρουλάκης τάχθηκε υπέρ, ζητώντας ωστόσο να προϋπάρξει μία συμφωνία των κομμάτων ώστε η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων να συνδυαστεί με την αναβάθμιση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης. Μπορεί η ΝΔ λειτουργώντας στο προεκλογικό κλίμα να χαρακτήρισε «ήξεις αφήξεις» τη θέση του κ. Ανδρουλάκη και να μην σχολίασε καν τα όσα είπε ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά μετά το ραντεβού με την κάλπη τα πράγματα θα είναι διαφορετικά και ενδεχομένως πιο παραγωγικά.
Οι «φορομπήχτες»
Σε ό,τι αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για την πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση, τα δύο κόμματα ξεκίνησαν την προεκλογική εκστρατεία με την φορολογική πολιτική – ένα ζήτημα για το οποίο θα έχουν μόνον ελεγκτικό ρόλο στο προσεχές διάστημα. Προφανώς, δεν στόχευαν αυτό που συνέβη – και συμβαίνει μέχρι τώρα: Να τους καταγγέλλει η ΝΔ ως «φορομπήχτες» – το μεν ΠΑΣΟΚ για τον κλιμακωτό φόρο στα μερίσματα, τον δε ΣΥΡΙΖΑ για τον φόρο στα «υπερκέρδη». Προφανώς, ήθελαν να δείξουν στους ψηφοφόρους ότι έχουν προτάσεις που οδηγούν σε μία «δίκαιη αναδιανομή», σε μία προσπάθεια να δείξει ο καθένας από την πλευρά του ότι επιδιώκει την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ωστόσο, κανείς από τους δύο δεν θα έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις προτάσεις του μετά από τις επικείμενες εκλογές. Αυτό που κρίνεται σήμερα είναι η οικονομική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας της περιόδου 2019 – 2023, όπως και η οικονομική της πρόταση για το αύριο. Για παράδειγμα, όταν το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε τον κλιμακωτό φόρο στα μερίσματα, η ΝΔ απάντησε μεταξύ άλλων ότι με την μείωση του συγκεκριμένου συντελεστή επετεύχθη μεγάλη αύξηση των δημοσίων εσόδων. Πολύ σωστά – άλλωστε είναι νόμος της οικονομίας ότι μετά από ένα όριο, η αύξηση ενός φορολογικού συντελεστή μειώνει τα δημόσια έσοδα, διότι είτε αυξάνεται το λαθρεμπόριο, είτε μειώνεται η κατανάλωση. Όμως, αν ισχύει αυτός ο οικονομικός νόμος – που ισχύει και παραϊσχύει – γιατί η κυβέρνηση δεν τον χρησιμοποίησε μειώνοντας τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα;
Η μη μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα, παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος φόρος χρησιμοποιείται ως «μαξιλαράκι» για την αντιμετώπιση απότομων αυξήσεων των τιμών μετά από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, είχε ασφαλώς επίπτωση στη διαμόρφωση του κόστους όλων των προϊόντων – μιας και επηρεάζει το κόστος της μεταφοράς τους. Προφανώς, επηρεάζει άμεσα και την τσέπη των καταναλωτών – ας μην ξεχνάμε ότι το περασμένο καλοκαίρι η βενζίνη είχε ξεπεράσει τα 2,3 ευρώ το λίτρο στα νησιά, χωρίς κανείς να συγκινηθεί.
Την ίδια στιγμή, η κυβερνηση – και σωστά – αρνήθηκε να μειώσει τον ΦΠΑ, έστω και προσωρινά, σε κάποια βασικά προϊόντα, επιμένοντας ότι η πιθανότερη εξέλιξη θα ήταν να καρπωθούν τη μείωση οι παράγοντες της αλυσίδας από την παραγωγή (ή την εισαγωγή τους) ως την λιανική. Όμως ο ΦΠΑ μπορεί τώρα να υπεραποδίδει λόγω του ύψους στο οποίο έχουν φτάσει οι τιμές – αλλά το απαγορευτικό επίπεδό του (24% ο βασικός συντελεστής) δεν είναι μία ελληνική απόφαση. Μας επιβλήθηκε από τους δανειστές την εποχή των μνημονίων. Δεν ήλθε η ώρα να συζητηθεί η μείωσή του σε πιο λογικά επίπεδα; Άλλωστε, οι τιμές δεν θα είναι πάντοτε σε αυτό το επίπεδο, ώστε να υπάρχουν υπερέσοδα.
Οι «μικροί»
Η επόμενη Βουλή θα είναι εξακομματική – ίσως και επτακομματική – χωρίς αυτό να αλλάζει το παραμικρό την πολιτική ουσία. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου άλλαξε την υψωμένη γροθιά σε καρδούλα και απευθύνεται στο κοινό που θα ήθελε αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού θεάματος, αλλά δεν προβλέπεται ότι θα θελήσει να γίνει μία «συστημική» παίκτρια, έστω με τους όρους του ΚΚΕ. Από την άλλη πλευρά, το κόμμα του οποίου ηγείται ο κ. Νατσιός – εφόσον πάρει το διαβατήριο για το κοινοβούλιο – είναι προφανές ότι θα έχει να συνεισφέρει μόνον νηστεία και προσευχή στην πολιτική ζωή του τόπου.