Οι εκλογές είναι πάντα εκλογές – δεν γίνονται για να επιβεβαιωθούν ή για να διαψευστούν οι δημοσκοπήσεις, αλλά για να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Του Στέφανου Τζανάκη
Αν όμως επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις των τελευταίων ημερών, τότε πολλά από εκείνα που θεωρούμε δεδομένα για την επόμενη μέρα της κάλπης, θα ακυρωθούν.
Ποια είναι αυτά; Για παράδειγμα, οι διερευνητικές εκλογές: Αν τα γκάλοπ λένε την αλήθεια, η Νέα Δημοκρατία οδεύει προς ένα ποσοστό που θα απέχει ελάχιστα από εκείνο που θα της δίνει αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής – και μάλιστα, με ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό κομμάτων εκτός Βουλής, κάτι που χαμηλώνει τον πήχη της αυτοδυναμίας. Άρα, οι διερευνητικές εντολές θα χάσουν το νόημά τους – είναι προφανές ότι σε μία τέτοια περίπτωση, ο κ. Μητσοτάκης θα καλέσει τυπικά τον Νίκο Ανδρουλάκη, εκείνος θα του πει να φτιάξουν κυβέρνηση με άλλον πρωθυπουργό και κάπου εκεί θα τελειώσουν όλα. Ούτε «μουτζούρης», ούτε blame game…
Βεβαίως, απέχουμε μία εβδομάδα από την λήξη του προεκλογικής περιόδου και τα πάντα μπορούν να αλλάξουν: για παράδειγμα, το κομμάτι εκείνο του εκλογικού σώματος που στράφηκε δημοσκοπικά προς τη ΝΔ για να διασφαλίσει ότι δεν θα επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως πρώτο κόμμα, είτε – το κυριότερο – ως «κορμός» μίας «κυβέρνησης των ηττημένων», θα μπορούσε βλέποντας τα γκάλοπ να μεταθέσει αυτή την ψήφο του για την δεύτερη κάλπη, πράγμα που θα μείωνε τα ποσοστά του πρώτου κόμματος την επόμενη Κυριακή και θα άλλαζε ολόκληρο το παιχνίδι.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα θα κριθούν διαφορετικά, αν η κάλπη βγάλει δύο πάνω, δύο κάτω αυτά που δείχνουν τα γκάλοπ: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα κριθεί τόσο από τη διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία, όσο και από το ποσοστό του αυτό καθ’ αυτό. Οι εταιρείες έχουν αρχίσει να δίνουν τα όρια διακύμανσης των ποσοστών των κομμάτων, όπως τους προκύπτουν με τις αναγωγές των αναποφάσιστων – πράγμα που σημαίνει ότι δημοσιοποιούν πια το κάτω και το άνω όριο κάθε κομματικού σχηματισμού λαμβάνοντας υπ’ όψη το στατιστικό λάθος. Φυσικά, το κάτω από το άνω όριο απέχει όσο ο θρίαμβος από την πανωλεθρία: Για παράδειγμα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί τέσσερις μονάδες κάτω από το 31,5% της τελευταίας αναμέτρησης και με μία μη αναστρέψιμη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, τότε είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον στις κάλπες του Ιουλίου θα κατορθώσει να πολώσει τόσο ώστε να πετύχει το comeback του 2019 μεταξύ ευρωεκλογών και εθνικών εκλογών.
Φυσικά, ισχύει ως ενδεχόμενο και το αντίθετο: Ένας εφησυχασμός των ψηφοφόρων της ΝΔ σε συνδυασμό με μία αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στο ενδεχόμενο μίας μεγάλης ήττας, θα μπορούσε να φέρει τα πάνω – κάτω την επόμενη Κυριακή. Άλλωστε, αυτό το τελευταίο επιχειρεί ήδη ο Αλέξης Τσίπρας στις ομιλίες του, ειδικά μετά το ντιμπέιτ, επιτιθέμενος στα κόμματα στα οποία κατά τα άλλα απευθύνεται για την «προοδευτική συνεργασία».
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, με τα σημερινά δεδομένα η τρίτη εντολή δεν θα βάλει σε διλήμματα τον Νίκο Ανδρουλάκη – ακόμα κι αν έχει πετύχει το ισχυρό διψήφιο ποσοστό που επιδιώκει σε συνδυασμό με ένα υψηλό ποσοστό για τη Νέα Δημοκρατία. Μπορεί «να βγαίνουν τα κουκιά» για τον σχηματισμό κυβέρνησης με σχετικά άνετη πλειοψηφία, αλλά ούτε αυτός μπορεί να αλλάξει το «ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος» στην πρωθυπουργία, ούτε βεβαίως να το αποδεχθεί ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος άλλωστε στις δεύτερες κάλπες θα προσδοκά να εκλέξει περισσότερους από 35 βουλευτές παραπάνω.