Σε αυτή την προεκλογική περίοδο, οι πάντες φαίνεται να δουλεύουν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ο Γιάνης Βαρουφάκης για τον εαυτό του: Ο πρωθυπουργός προτείνει μία καθαρή λύση – την αυτοδυναμία του κόμματός του – και ο γραμματέας του ΜεΡΑ25 δύο ξεκάθαρα προβλήματα – την «Δήμητρα» και τον «Οδυσσέα». Και οι δύο στοχεύουν ευθύβολα στο κοινό τους. Οι υπόλοιποι, απλώς μπερδεύουν τους ψηφοφόρους.
Του Στέφανου Τζανάκη
Με όπλο την (διαχρονική, για όσους γεννήθηκαν από το 2016 και μετά) πρωτιά στις δημοσκοπήσεις ΝΔ στοχεύει σε εκείνη την – μεγάλη – μερίδα του εκλογικού σώματος που θεωρεί περιπέτεια την επιστροφή στην διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τις διαπραγματεύσεις πάνω και κάτω από το τραπέζι για τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης συνασπισμού. Άλλωστε, το «δίδυμο» που κυβέρνησε από το 2015 ως το 2019 απαξίωσε στην συνείδηση πολλών ψηφοφόρων την έννοια της συμμαχικής κυβέρνησης.
Από την πλευρά του, ο Γιάνης Βαρουφάκης αξιοποιεί το χαρτί του «αντισυστημικού» προσφέροντας δωρεάν ψηφιακό χρήμα και άρση δανειακών υποχρεώσεων με στόχο να απευθυνθεί σε ένα κομμάτι της θηριώδους πλειοψηφίας του 61,3% που ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα του 2015 και στη συνέχεια χόρεψε τσάμικα στο Σύνταγμα, αγνοώντας ότι ο Γιάνης με ένα ν είχε ήδη εκπαραθυρωθεί από την κυβέρνηση και ότι το τρίτο μνημόνιο είχε ήδη μπει στο φούρνο.
Είναι πολύ πιθανό ότι και οι δύο θα πετύχουν τους στόχους τους: τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, η Νέα Δημοκρατία καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις σε ποσοστά που προδιαγράφουν αυτοδυναμία – ισχνή ή άνετη θα φανεί – στις δεύτερες εκλογές, αλλά και το κόμμα Βαρουφάκη κερδίζει με άνεση το εισιτήριο για την επόμενη Βουλή, έχοντας μάλιστα βάλει βαθιές διαχωριστικές γραμμές με τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη πίεση του δεύτερου γύρου. Γιατί; Επειδή και οι δύο προτείνουν κάτι ξεκάθαρο, αρέσει – δεν αρέσει.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται στα μάτια των ψηφοφόρων να έχει αποδεχθεί ότι θα είναι δεύτερο κόμμα: πώς αλλιώς μπορεί να μεταφραστεί το συνεχές χαμήλωμα του πήχη από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα σε ό,τι αφορά την «κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας», όταν καταλήγει σε πρόσκληση προς το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25 να δώσουν ψήφο ανοχής;
Το 2015, όταν κέρδισε τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αποσπάσει το 10% των ψηφοφόρων της ΝΔ. Ο βασικός λόγος εκείνης της επιτυχίας δεν ήταν ο «ξαφνικός έρωτας» με τη διαπραγμάτευση νέου στυλ με τους δανειστές που διαφήμιζε ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά η επιβολή του ΕΝΦΙΑ σε μία στιγμή που η αγορά ακινήτων ήταν παγωμένη και οι πολίτες δεν μπορούσαν ούτε καν να απαλλαγούν από τις περιουσίες τους, πόσο μάλλον να ανταποκριθούν με άνεση στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Ποιος είναι ο ΕΝΦΙΑ του 2023; Η ακρίβεια; Μα, η κυβέρνηση φρόντισε στο ζήτημα αυτό να ακολουθήσει την επιδοματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ – και τα χρόνια που έχουν περάσει δεν είναι τόσο πολλά ώστε να μην γίνεται η σύγκριση. Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μία καθαρή λύση, όπως θα ήταν το «κυνηγάμε την πρωτιά, περιμένουμε την κρίση των ψηφοφόρων».
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, η θέση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν εξαρχής η πιο δύσκολη: τρεις στους δέκα ψηφοφόρους του κόμματός του θέλουν συγκυβέρνηση με τη ΝΔ , δύο στους δέκα θέλουν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόλοιποι δηλώνουν ότι θέλουν το κόμμα τους να μείνει στην αντιπολίτευση για να ξαναβρεί την μαζικότητά του. Ακόμα και ο Θησέας δεν θα κατάφερνε να βγει από ένα τέτοιο λαβύρινθο. Ωστόσο, το «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας» δεν χαροποίησε κανένα από τα τρία κομμάτια του ΠΑΣΟΚ, ούτε συγκίνησε κάποιους που είχαν ψηφίσει ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και μετά το μετάνιωσαν. Γιατί; Επειδή δεν πρόκειται για καθαρή λύση – δεν είναι το «θέλω να συγκυβερνήσω χωρίς να γίνω συμπλήρωμα και αυτές είναι οι κόκκινες γραμμές μου».
Υπάρχει βεβαίως και ο χώρος της άκρας Δεξιάς: αν κάνει κανείς τις προσθέσεις στις δημοσκοπήσεις με τα «άλλα κόμματα» και τον Κασιδιάρη και τον Βελόπουλο και τον Μπογδάνο και την Λατινοπούλου και τις λοιπές ανάλογες δυνάμεις, το 10% φαντάζει χαμηλό. Ωστόσο, λίγο οι καταδίκες, λίγο οι απίθανοι προσωπικοί ανταγωνισμοί οδηγούν το χώρο αυτόν στην περιθωριοποίηση, τουλάχιστον για τις επικείμενες εκλογές. Ωστόσο, θα κάνουν λάθος τα υπόλοιπα κόμματα αν θεωρήσουν ότι η ακροδεξιά έχει πει την τελευταία λέξη – και η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική και όχι δικαστική, διότι μόνον έτσι θα υπάρξει μία καθαρή λύση.