Οι εκλογές του Παύλου Πολάκη

Οσο κι αν επιμένει το Μέγαρο Μαξίμου ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στο τέλος της τετραετίας, τα πολιτικά στελέχη συμπεριφέρονται ως να είναι έτοιμα τους προσεχείς μήνες να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών. Και αυτό δεν θα αλλάξει, όποτε κι αν στηθούν οι κάλπες. Το βλέπει κανείς με μια πρώτη ματιά στα γραφεία υπουργών, υφυπουργών και βουλευτών. Ολη η προσοχή τους είναι στραμμένη στους ψηφοφόρους. Ικανοποιούν αιτήματα και κλείνουν εκκρεμότητες. Αυτή η συμπεριφορά είναι μια νέα πληγή στη λειτουργία της κυβέρνησης τώρα, που μετά από δυο χρόνια πανδημίας είναι ανάγκη οι μηχανές να δουλεύουν στο φουλ για να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος από τα παρατεταμένα lockdown.

Γράφει ο Γιάννης Πολίτης

 

Οι επιτελείς του πρωθυπουργού, σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσουν τα κυβερνητικά στελέχη, διαβεβαιώνουν έναν προς έναν χωριστά ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2023. Για να είναι, μάλιστα, πειστικοί έριξαν και την πρώτη ημερομηνία στο τραπέζι. Πριν από μία εβδομάδα, στενός συνεργάτης του κυρίου Μητσοτάκη είπε επί λέξει σε κεντρικό υπουργό: «Η πιο κοντινή ημερομηνία για να στηθούν κάλπες θα είναι η 23η Απριλίου του 2023». Οι βουλευτές, πάντως, φοβούνται ότι μετά το καλοκαίρι ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρξει εκλογικός αιφνιδιασμός. Οι περισσότεροι στοιχηματίζουν στον ερχόμενο Οκτώβριο και ισχυρίζονται ότι ο Μητσοτάκης σπεύδει να αποκλείσει με κάθε ευκαιρία τις πρόωρες εκλογές για να μη φρενάρει το έργο της κυβέρνησης.

Ας πάρουμε ως υπόθεση εργασίας ότι το Μαξίμου λέει την αλήθεια και ότι οι εκλογές θα γίνουν την άνοιξη του 2023, εκτός κάποιου δραματικού απροόπτου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία έχει τη νίκη στο τσεπάκι της, επειδή σήμερα προηγείται δέκα μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο εκλογικός νόμος που η ίδια ψήφισε θα τη δυσκολέψει πολύ. Πάμε να το εξηγήσουμε: Ο Μητσοτάκης, όταν ανέλαβε, πήρε μια «καυτή πατάτα» από τον Αλέξη Τσίπρα και αυτή είναι ο νόμος της απλής αναλογικής. Κάθε φορά, τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας λένε με ευκολία ότι θα ξεπεράσουμε τον σκόπελο με διπλές εκλογές. Δηλαδή, την πρώτη φορά που θα ψηφίσουν οι Ελληνες δεν θα σχηματιστεί κυβέρνηση, αφού το Κίνημα Αλλαγής αυτή την ώρα δεν θέλει συνεργασία ούτε με τη Νέα Δημοκρατία ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, θα ξαναπάμε στην κάλπη με ενισχυμένη αναλογική από την οποία θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ.

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η απλή αναλογική δεν είναι μόνο ότι δεν δίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Καθορίζει και εκλογικές συμπεριφορές. Που σημαίνει ότι ψηφοφόροι μπορεί να απέχουν ή να ψηφίσουν με ευκολία μικρότερα κόμματα, αφού ξέρουν πως έτσι κι αλλιώς αυτή η αναμέτρηση δεν θα είναι καθοριστικής σημασίας. Αν επικρατήσει αυτή η αντίληψη, μπορεί να δούμε να προκύπτουν από την κάλπη ποσοστά που δεν έχουμε φανταστεί.

Για παράδειγμα, η Ν.Δ. να βρεθεί στο 28%-30% και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 18%-20%. Δεν θα είναι το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα μέσα σε έναν μήνα ο πρώτος να φτάσει στο 39% για να εξασφαλίσει αυτοδυναμία και ο άλλος στο 29% για να κρατήσει τη θέση του. Και γιατί θα χρειαστεί τόσο μεγάλο ποσοστό ο Μητσοτάκης για να πάρει την αυτοδυναμία; Διότι αυτοπαγιδεύτηκε στον εκλογικό νόμο που ο ίδιος ψήφισε μόλις κέρδισε τις εκλογές. Ενώ επανέφερε την ενισχυμένη αναλογική, έδωσε μόνο 30 βουλευτές μπόνους στο πρώτο κόμμα και όχι 50, όπως ήθελε ο παλιός εκλογικός νόμος της κυβέρνησης Καραμανλή. Αρα, για να εξασφαλίσει οριακή αυτοδυναμία, η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται ποσοστό τουλάχιστον 38,5%.

Τώρα, στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου υπάρχουν τρία σενάρια. Το πρώτο και το πιο εύκολο λέει ότι θα ρίξουν το βάρος στους απόδημους Ελληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συμπαθούντες προς τη Ν.Δ. και έτσι θα εξασφαλιστεί η πολυπόθητη αυτοδυναμία. Μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Το δεύτερο σενάριο λέει να διορθωθεί ο εκλογικός νόμος, ώστε να αυξηθεί πάλι το μπόνους από 30 σε 50 έδρες. Ο αντίλογος σε αυτό, που είναι λογικός, λέει ότι μια τέτοια κίνηση θα έδειχνε αδυναμία και φόβο της Νέας Δημοκρατίας και θα στερούσε την αυτοπεποίθηση από βουλευτές και ψηφοφόρους για βέβαιη νίκη.

Το τρίτο σενάριο είναι μια γνωστή συνταγή από τα παλιά. Αυτή που χρησιμοποίησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985 και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989. Αυτή η συνταγή προβλέπει ακραία πόλωση. Δηλαδή να σφυροκοπεί κάθε μέρα η Ν.Δ. τον ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας τα ακραία λάθη της κυβερνητικής του θητείας. Να αγνοήσει το Κίνημα Αλλαγής, που έχει ανοδική τάση, και η αναμέτρηση να γίνει με τους όρους του παλαιού δικομματισμού. Αυτή, προφανώς, είναι μια τακτική που θα ωφελήσει και τον Αλέξη Τσίπρα, αφού θα επανασυσπειρώσει το κόμμα του, αλλά θα φοβηθούν οι κεντρογενείς και θα παραμείνουν στην αγκαλιά της Ν.Δ. Το πιθανότερο είναι να επικρατήσει αυτό το τρίτο σενάριο, που σημαίνει ότι για μία ακόμη φορά θα χαθεί η ουσία. Η συζήτηση για τα πραγματικά προβλήματα που ανέδειξαν η πανδημία και οι θεομηνίες δεν θα γίνει ποτέ και έτσι θα οδηγηθούμε σε μια αναμέτρηση που τον τόνο θα δίνει ο Παύλος Πολάκης. Γι’ αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμος στον Αλέξη Τσίπρα, ό,τι κι αν λένε όσοι δεν τον συμπαθούν στο κόμμα της Κουμουνδούρου.