Η επικοινωνία είναι ευχή και κατάρα. Στην Ελλάδα παλαιότερα δεν την παίρναμε στα σοβαρά. Άλλοι την αποκαλούσαν ρεκλάμα κι άλλοι προπαγάνδα. Στην Αμερική, εκεί από όπου ξεκινούν όλα, ήταν και παραμένει η μητέρα των τεχνών.
Γράφει ο Γιάννης Πολίτης
Ένα τηλεοπτικό σποτ είναι ένα υπερόπλο, που έχει τη δύναμη να προκαλέσει τεράστιες ανατροπές και για καλό και για κακό. Μπορεί να πετύχει τον στόχο του, αλλά και να γυρίσει μπούμερανγκ. Γι’ αυτό, πριν προβληθεί, πρέπει να το δουν πολλά έμπειρα μάτια. Άνθρωποι που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο και άλλοι που γνωρίζουν τα ανακλαστικά της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, δεν φτιάχνεις ό,τι σου κατέβει και το πετάς στον αέρα.
Ένα σποτ απογειώνει ένα γνωστό πρόσωπο, εκτινάσσει τη δυναμική μιας εταιρείας, λανσάρει μια νέα μόδα ή οδηγεί σε τρελές πωλήσεις ένα προϊόν. Μπορεί, όμως, με ευκολία να φέρει και τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς συχνά αλλιώς αντιλαμβάνονται το μήνυμα οι δημιουργοί και αλλιώς το εισπράττει η κοινή γνώμη.
Κάποιοι επιμένουν ότι οι άνθρωποι της πολιτικής και των επιχειρήσεων δίνουν μεγαλύτερη αξία στην επικοινωνία από όση της αναλογεί. Ασχολούνται, δηλαδή, περισσότερο με το περιτύλιγμα του προϊόντος παρά με την πραγματική αξία του. Δεν έχουν άδικο γιατί, αν το προϊόν δεν είναι καλό, ο πελάτης το αγοράζει μία φορά και μετά το περιφρονεί για πάντα. Εάν, όμως, αυτό ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της διαφήμισης, τα αποτελέσματα είναι θεαματικά.
Στην περίπτωση του πολύκροτου πανελλαδικού συνεδρίου για τη γονιμότητα, τα αποτελέσματα του τηλεοπτικού σποτ που διαφήμιζε το εγχείρημα ήταν καταστρεπτικά. Οι άνθρωποι που έδωσαν την έγκρισή τους να προβληθεί, πρώτον, δεν ήξεραν τη δουλειά της επικοινωνίας, δεύτερον, δεν είχαν διαβάσει καλά τα ανακλαστικά των γυναικών και, τρίτον, δεν γνώριζαν τι είναι πολιτικά ορθό. Πράγματι, η ιστορία που περιέγραφε η συντάκτρια του κειμένου της διαφήμισης είχε φράσεις που ακουμπούν στην κανονική ζωή. Όπως είπε η ίδια -και την πιστεύω- αυτό που έγραψε ήταν βιωματικό.
Μην κρυβόμαστε, τα στερεότυπα της κοινωνίας μας είναι εδώ και είναι υπαρκτά. Η μέση Ελληνίδα μάνα δεν είναι πολύ χαρούμενη όταν η κόρη της μετά τα 40 δεν έχει κάνει παιδί, παρότι μορφώθηκε, πέτυχε στη ζωή της και ζει με τον άνδρα που αγαπά. Της σπάει τα νεύρα στο κυριακάτικο τραπέζι και κάθε τρεις και λίγο στο τηλέφωνο.
Μόνο που αυτή η κατάσταση, που έχει αναφορές στο παρελθόν, δεν αποτυπώνεται σε ένα σποτ ως η κυρίαρχη ιδεολογία, γιατί έτσι συντηρείται και αναπαράγεται η άποψη πως η γυναίκα, πέρα και πάνω απ’ όλα, είναι μια μηχανή αναπαραγωγής. Η υπόθεση της τεκνοποίησης σε μια σύγχρονη κοινωνία έχει άλλα χαρακτηριστικά. Στη δυτική κοινωνία, μέρος της οποίας είμαστε, οι γυναίκες πλέον είναι πρωταγωνίστριες -ευτυχώς- σε όλους τους τομείς της ζωής, κατέχουν ρόλους και αξιώματα και η απόδοσή τους είναι συχνά καλύτερη από εκείνη των ανδρών. Και αυτά που λέω είναι κοινός τόπος.
Είναι αδιανόητο, λοιπόν, να τις κατηγορούμε για τον χρόνο που επέλεξαν να τεκνοποιήσουν. Ακούω σοβαρά τον αντίλογο ότι ο στόχος του συνεδρίου ήταν να ενημερωθούν οι γυναίκες ότι, ακόμη κι αν άργησαν, η επιστήμη τούς δίνει τα εργαλεία να γίνουν μητέρες και σε μεγαλύτερη ηλικία. Ενδεχομένως να είναι έτσι. Αλλά το μήνυμα που βγήκε στον αέρα αντί να ενημερώσει τις γυναίκες της εργασίας και της παραγωγής, τις εξόργισε.
Και το χειρότερο είναι ότι μετακινήθηκε η συζήτηση σε λάθος θέμα, όταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, είναι το δημογραφικό. Και αυτό δεν θα αντιμετωπιστεί με την ενημέρωση μιας πολυάσχολης γυναίκας 40 ετών για την εξωσωματική γονιμοποίηση. Συνήθως, οι γυναίκες με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι καλά ενημερωμένες και ξέρουν πότε και πώς θα μπουν στη διαδικασία αυτή, εάν το επιθυμούν.
Και τώρα που άνοιξε η κουβέντα, έστω και με λάθος τρόπο, να κάνουμε ένα, δύο, τρία, πολλά συνέδρια, ημερίδες και συμπόσια για να κινητοποιηθεί η κοινωνία στην αντιμετώπιση του δημογραφικού. Τα στοιχεία που καταγράφονται κάθε χρόνο είναι εφιαλτικά, οι γεννήσεις μειώνονται επικίνδυνα και τις επόμενες δεκαετίες, αν πάμε με αυτόν τον ρυθμό, θα είμαστε μια χώρα ηλικιωμένων.
Η κατάσταση γίνεται περισσότερο ανησυχητική, καθώς τους δεκαπέντε μήνες της πανδημίας που κλείστηκαν οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια οι γεννήσεις αντί να αυξηθούν, μειώθηκαν. Και ο λόγος είναι προφανής. Η αβεβαιότητα των νέων για την επιβίωση τους απομακρύνει από την ιδέα της δημιουργίας οικογένειας. Όλο και περισσότεροι είναι οι άνθρωποι άνω των τριάντα που συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους, καθώς οι αμοιβές ακόμη και εκείνων που έχουν δουλειά είναι τόσο χαμηλές που δεν τους επιτρέπουν να στήσουν δικό τους νοικοκυριό.
Να πάρουμε ένα κλασικό παράδειγμα. Δύο νέοι άνθρωποι παντρεύονται, παίρνουν 650 ευρώ καθαρά ο καθένας και πληρώνουν ενοίκιο 400 ευρώ. Είναι αδύνατον με αυτά τα χρήματα να μεγαλώσουν παιδί. Εκτός κι αν πλαισιώνονται από εύπορους γονείς που έχουν τη δυνατότητα να τους ενισχύουν κάθε μήνα. Όλα αυτά πρέπει να συζητήσουμε πολύ σύντομα ώστε η πολιτεία να εκπονήσει σχέδιο στήριξης των νέων οικογενειών με ουσιαστική βοήθεια και παροχές και όχι επιδόματα φιλανθρωπίας.