Μόνο πανηγύρι δεν ήταν η υπογραφή της συμφωνίας με τους γείτονες στις Πρέσπες. Ήταν ημέρα θλίψης για 2 στους 3 Έλληνες, που νιώθουν ξανά άλλοι ηττημένοι και ταπεινωμένοι, άλλοι αδύναμοι και προδομένοι. Τα δακρυγόνα, οι τραυματισμοί και τα επεισόδια έριξαν μια ακόμη σκιά στη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στη βόρεια Ελλάδα. Μόνο το 27% των Ελλήνων ήθελε τη λύση. Και από τον Όλυμπο και πάνω αυτό το ποσοστό είναι μονοψήφιο. Λίγοι αισθάνθηκαν ανακούφιση ή ήταν αδιάφοροι. Τώρα το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, ούτε κέρδισε ποτέ κάποιος κλαίγοντας πάνω από το χυμένο γάλα. Οι υπογραφές παράγουν από την περασμένη Κυριακή αποτελέσματα στη διεθνή κοινότητα. Ανοίγει ο δρόμος στη Βόρεια Μακεδονία, όπως θα την αποκαλούμε και εμείς από εδώ και πέρα, για την είσοδό της στα μεγάλα σαλόνια του ΝΑΤΟ πρώτα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά. Αλλάζει η μοίρα μιας μικρής χώρας φτωχών ανθρώπων, που από το 1990 μέχρι σήμερα ζουν στην ίδια μιζέρια. Όλες οι βαλκανικές χώρες, λίγο η περισσότερο, πήραν τα πάνω τους, αλλά στα Σκοπιά δεν ανέβηκε το κατά κεφαλήν εισόδημα ούτε δολάριο. Τώρα θα μπουν στα δύο κλαμπ των ισχυρών του κόσμου. Τα κλειδιά και από τις δύο πόρτες τα κρατούσαμε εμείς 27 χρόνια. Τώρα τα δώσαμε. Αυτό ήταν και το κύριο διαπραγματευτικό μας όπλο.
Πλέον, η συμφωνία περνά στην πρακτική εφαρμογή της, βήμα-βήμα. Είναι απίθανο να γίνουν βελτιώσεις προς το καλύτερο. Το μόνο που μπορεί να συμβεί -με μικρές πιθανότητες- είναι να ναυαγήσει η συμφωνία στα Σκόπια. Το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα δεν θα είναι, πάντως, περίπατος για την κυβέρνηση Ζάεφ.
Οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες στην Αθήνα ουσιαστικά τελείωσαν τη δουλειά τους, με σωρεία λαθών, διαχρονικών παραλείψεων και ατολμίας να πείσουν τη διεθνή κοινότητα για το δίκιο μας. Η ιστορία, λοιπόν, θα αποτιμήσει αν η υπογραφή στις Πρέσπες ήταν ρεαλιστική πράξη, δηλαδή αν λειτούργησε εντέλει μακροπρόθεσμα για το καλό της Ελλάδας και ας διαφωνούσαν οι περισσότεροι στη χώρα μας, ή επρόκειτο για μια ακόμη παραχώρηση των εθνικών μας δικαιωμάτων, γιατί δεν αντέξαμε τις πιέσεις. Οι ιστορικοί του παρελθόντος, πάντως, έχουν αποφανθεί εδώ και αιώνες αμετάκλητα. Και είναι μεγάλη απορία των διανοουμένων με κλασική παιδεία σε όλο τον κόσμο πώς επιτρέψαμε τόσα χρόνια σε μια σλαβόφωνη χώρα να οικειοποιείται τον οικουμενικό Έλληνα Αλέξανδρο, τον Φίλιππο και την Ολυμπιάδα. Ενα θέμα που έκλεισε ακόμη και για τους πιο δύσπιστους, όταν ανακαλύφθηκαν από τον Ανδρόνικο οι τάφοι της Βεργίνας.
Η ιστορία, λοιπόν, κάτω από την οποία θα μπει ο επίλογος των Πρεσπών, σε όλες τις πηγές της λέει με αυτά ή αλλά λόγια: «Ως Έλληνες, οι αρχαίοι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν την ίδια με τους υπόλοιπους Έλληνες γλώσσα, πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τον ίδιο (ελληνικό) πολιτισμό. Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ευρήματα της Βεργίνας αποτελούν σταθμούς της παγκόσμιας Ιστορίας και στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αντίθετα, οι Σλάβοι, δηλαδή τα διάφορα σλαβικά φύλα που εμφανίσθηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων, βορείως της Μακεδονίας, κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή μετά από εκατονταετίες, δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες». Αυτά είναι γραμμένα στην ψυχή των Ελλήνων και στο μυαλό των εγγράμματων ανθρώπων όλου του κόσμου εδώ 2.350 χρόνια και δεν τα αλλάζει καμιά ρεαλιστική συμφωνία ή ταπεινωτική για την εξυπηρέτηση διεθνών ισορροπιών.
Μέσα στο καμίνι των τελευταίων μηνών, που κυριάρχησαν οι διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, ανεξαρτήτως της ποιότητας της συμφωνίας χάθηκε για πολλά χρόνια και κάτι άλλο πολύτιμο. Αυτό που είχε ανάγκη η χώρα περισσότερο από ποτέ: την εθνική συνεννόηση στη μεταμνημονιακή εποχή για να ξεκολλήσει επιτέλους το κάρο από τη λάσπη. Κυλιέται ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, 10 χρόνια τώρα, στη φτώχεια, τη μιζέρια, την ανεργία και στην εξαθλίωση. Και αυτή η ζοφερή κατάσταση θα πάει μακριά, αν δεν μπει από όλους μαζί το νερό στο αυλάκι. Αν δεν συμφωνήσουν οι πολιτικές δυνάμεις ποιο αναπτυξιακό μοντέλο θέλουμε και ποιο κράτος χρειαζόμαστε να το υπηρετήσει, θα κάνουμε κύκλους γύρω από την ουρά μας. Φοβάμαι ότι αυτό το στοίχημα της συνεννόησης, που κέρδισαν η Κύπρος και η Πορτογαλία, χάθηκε για τη χώρα μας μία φορά, το 2009 με τις κρεμάλες στις πλατείες. Έτσι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν οι πολιτικές δυνάμεις για τους όρους δανεισμού από τους εταίρους, ούτε για τις προφανείς μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Τώρα χάνεται ξανά η ευκαιρία της κοινής προσπάθειας με τον διχασμό στο εθνικό μας θέμα. Και με αυτό τον διχασμό θα κακοφορμίσει επιπλέον η παλιά πληγή της καχυποψίας των Βορειοελλαδιτών προς το «κράτος των Αθηνών».
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 24 Ιουνίου 2018.