«ΣΕ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ θα είµαι πίσω. Αν γυρίσω µε το καλό, θα σας φέρω δύο πλαστικές τράπουλες από την Ιαπωνία να έχουµε να παίζουµε κρυφά τα βράδια».
Είναι µία από τις πολλές µνήµες που έχω κρατήσει ζωντανές από τα πέτρινα, φτωχά χρόνια της δεκαετίας του ’60. Μόλις έφευγε για το πολυπόθητο µπάρκο, ο ναυτικός έδινε υπόσχεση στους συνταξιούχους θαµώνες του καφενείου του χωριού ότι στην επιστροφή του θα φέρει το πολύτιµο δώρο. Και όταν ο ναυτικός επέστρεφε, έβγαζε συνωµοτικά από την τσέπη του τον «θησαυρό», αφού πρώτα είχε κοιτάξει καλά στον δρόµο µήπως περνάει ο αυστηρός χωροφύλακας και πιάσει επ’ αυτοφώρω τους «φοροφυγάδες».
Μόλις έπεφτε η νύχτα, άναβε η λάµπα πετρελαίου και άρχιζε ο κρυφός τζόγος µέχρι τα µεσάνυχτα, όταν ο νικητής θα κέρδιζε το µεγάλο έπαθλο: ένα ούζο µε στραγάλια που κόστιζε μισή δραχμή.
Θα πείτε, γιατί ανασύρω αυτή τη µνήµη τώρα; Μα γιατί είναι επίκαιρη. Οι παλαιότεροι αξίζει να θυµηθούν και οι νεότεροι είναι ανάγκη να µάθουν ότι η σωτηρία µιας χρεοκοπηµένης χώρας, όπως είναι ξανά η Ελλάδα, συνεπάγεται µακροχρόνιες δουλείες προς τους δανειστές, οι οποίοι, ό,τι και να συµβεί, θα πάρουν πίσω τα δανεικά.
ΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ της χρεοκοπηµένης Ελλάδας στη µετά Τρικούπη εποχή είχαν ανακαλύψει, µεταξύ άλλων, έναν πολύτιµο πόρο για να υπάρχει σταθερή και σίγουρη ροή στην επιστροφή των δανεικών. Ο πόρος αυτός προέκυπτε από τα περίφηµα είδη µονοπωλίου. Σε κάθε επαρχιακή πόλη υπήρχε µια αποθήκη που πωλούσε αλάτι, σπίρτα, φωτιστικό πετρέλαιο, οινόπνευµα και άθλιες χάρτινες τράπουλες µε τη σφραγίδα του κράτους. Οποιος τολµούσε να προµηθευτεί λαθραία αυτά τα είδη από το εξωτερικό και έπεφτε στην αντίληψη του χωροφύλακα, φίδι που τον δάγκωνε.
ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ δανειστές βρήκαν νέους, πιο σύγχρονους, εισπρακτικούς τρόπους. Μακάρι να τη βγάζαµε καθαρή µε σπίρτα και τράπουλες. Αλλά τώρα είναι… πολλά τα λεφτά. Ετσι, δώσαμε το σύνολο της δημόσιας περιουσίας για έναν αιώνα ώστε οι εταίροι μας να είναι εξασφαλισμένοι βρέξει-χιονίσει. Σε λίγο πιάνουν δουλειά οι νέοι επιτηρητές. Δεν θα είναι ούτε ένας ούτε δύο. Εκατόν εβδομήντα τεχνοκράτες Ελληνες και ξένοι θα συγκροτούν τον νέο μηχανισμό υποβοήθησης της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Στην ουσία θα είναι επόπτες και σίγουρα θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εχθρότητα των Ελλήνων αξιωματούχων. Τουλάχιστον όσων πίστεψαν ότι από τις 20 Αυγούστου μπορούν να κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Αφού η εποπτεία είναι αναπόφευκτη, αυτή τη φορά τουλάχιστον να την αξιοποιήσουμε θετικά και να πάρουμε την εμπειρία όποιων τη διαθέτουν. Είναι προφανές ότι για τον κακό µας τον… καιρό φταίνε πάντα οι ξένοι. Ενας από τους πολλούς µύθους που κουβαλάµε στην καµπούρα µας είναι η περίφηµη «Βαυαροκρατία», που έχει περάσει στις µαύρες σελίδες της µυθολογίας µας.
Επειδή η πραγµατική ιστορία δεν γράφεται µε παραµύθια, η αλήθεια είναι ότι οι δύο από τους τρεις Γερµανούς αντιβασιλείς που ήρθαν στη χώρα µε τον Οθωνα, σε αντίθεση µε τον αδύναµο και άβουλο πρώτο βασιλιά της Ελλάδας, ήταν σοβαροί άνθρωποι. Λειτουργούσαν µε σύστηµα, δεν έλεγαν µπούρδες και δούλευαν µε χαρτί και µολύβι.
Ο πιο σηµαντικός -για τους ιστορικούς- ήταν ο Γεώργιος Λουδοβίκος Φον Μάουρερ, ο οποίος θεμελίωσε τις πρώτες σοβαρές δοµές του κράτους. Μάλιστα, εάν δεν τον έδιωχναν οι Αγγλοι και είχε µείνει λίγο παραπάνω στην Αθήνα, η χώρα θα είχε αποκτήσει το Κτηµατολόγιο που δεν έχει από το 1843. Θα είµαστε τυχεροί εάν οι σύγχρονοι «αντιβασιλείς» που θα στείλει η Κοµισιόν -δηλαδή το Βερολίνο- να ελέγχουν τις δαπάνες µας και εποµένως τις προµήθειες θα έχουν τη συγκρότηση και τον φιλελληνισµό του Μάουρερ.
ΣΕ ΚΑΘΕ περίπτωση, να σκεφτούμε θετικά. Το βασανιστήριο των μνημονίων ψυχολογικά τουλάχιστον είναι παρελθόν. Εγιναν όλα δυνατά τα αδύνατα, συνέβησαν τα χειρότερα και η χώρα γονάτισε. ∆εν είναι η ώρα να επιµεριστούν οι ευθύνες για το ποιος έφταιξε λίγο και ποιος πολύ. Η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, τα συνδικάτα ή ο… κακός µας ο καιρός. Θα έχουµε χρόνο στο µέλλον να επεξεργαστούµε και να κατατάξουµε όλα αυτά, όταν η χώρα αποκτήσει ξανά περπατησιά.
ΤΩΡΑ µάθαµε καλά ότι δεν γίνονται θαύµατα και δεν υπάρχουν προστάτες που προσφέρουν εύκολη σωτηρία. Τα όρια της ανοχής των δανειστών εξαντλήθηκαν και κλείνουν τη στρόφιγγα των δανεικών µε τα οποία µας διατήρησαν σχεδόν όρθιους από τον Μάιο του 2010. Και να θέλαμε νέο μνημόνιο, δεν μας δίνουν. Πρέπει να βρούμε την άκρη μόνη μας. Ενώ στην πρώτη ανάγνωση αυτό προκαλεί φόβο, µπορεί στην πράξη να είναι η λύτρωση και η οριστική απαλλαγή από τη συλλογική κατάθλιψη. Με µια προϋπόθεση: να κινηθούµε συντεταγµένα, χωρίς πανικό και ανύπαρκτα διλήµµατα για το εάν δήθεν θα καταφέρουμε. Θα παραµείνουµε στο πιο καλό κομμάτι του δυτικού κόσμου, αλλά η συνταγή της σωτηρίας είναι µία: ανασυγκρότηση του κράτους σε χρόνο-ρεκόρ και παραγωγή δικών µας µοναδικών προϊόντων µε χαµηλό κόστος, κάτι που σηµαίνει σκληρή προσωπική εργασία και δηµιουργία χιλιάδων µικρών επιχειρήσεων. Οπως το κάναμε παλιά. Πριν γίνουµε «άρχοντες» και «αφεντικά» µε τα δάνεια και τις επιδοτήσεις.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 27 Μαΐου 2018.