ΠΡΩΤΟΣ ο Γιώργος Παπανδρέου έβαλε το πιστόλι στο τραπέζι. Έκανε τον γύρο του κόσμου, είπε τα πάντα όλα, ακόμη και αυτά που δεν έπρεπε να εκστομίσει ποτέ, με κορυφαία την μπαρούφα ότι κυβερνά μια διεφθαρμένη χώρα.
Το ταξίδι κατέληξε στο Καστελόριζο τέτοιες μέρες, να διαβάζει αμήχανα μια δήλωση με την οποία έδενε χειροπόδαρα τη χώρα για δεκαετίες με ένα μνημόνιο που αμφιβάλλω εάν είχε διαβάσει ακόμη κι ο ίδιος.
Εκεί εμφανίζεται με «ιερή οργή» ο Αντώνης Σαμαράς και διακηρύσσει από το Ζάππειο ότι θα σχίσει τα μνημόνια. Μετά από το πρώτο ταξίδι στο Βερολίνο γύρισε άλλος άνθρωπος.
Με συνοπτικές διαδικασίες πέρασε το δεύτερο μνημόνιο και το υπηρέτησε με ψυχή και αδιαμφισβήτητη εργατικότητα. Ήταν θέμα χρόνου, ο Αλέξης Τσίπρας να έρθει στην εξουσία για να «καταργήσει το μνημόνιο με έναν νόμο». Νέο ελκυστικό πακέτο, ο 40ρης αρχηγός υποσχέθηκε όλα όσα θέλαμε να ακούσουμε.
Έξι μήνες μετά και αφού του έφυγαν οι Λαφαζάνηδες ο Βαρουφάκης και η Ζωή, ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε το τρίτο και πιο επώδυνο μνημόνιο.
Έτσι πλέον γίναμε όλοι μνημονιακοί. Δεξιοί και αριστεροί συνεννοηθήκαμε ότι ο τρίτος δρόμος για τον σοσιαλισμό, αν υπήρχε, θα τον είχε βρει ο Ανδρέας από το 1981.
Να σοβαρευτούμε:
Χρειαζόμασταν μνημόνια; Ναι, γιατί διαφορετικά δεν θα μας δάνειζε κανείς. Ήταν κακά μνημόνια; Ναι, γιατί δεν μπορέσαμε να συμφωνήσουμε ότι ένας δρόμος υπάρχει και να διαπραγματευτούμε όλοι μαζί καλύτερους όρους και πολλά αντίδωρα. Από το 2009 μέχρι σήμερα παραμένουμε ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Κατεδαφίζουμε το κράτος κάθε μέρα, γκρεμίσουμε τα πανεπιστήμια, φοροδιαφεύγουμε προκλητικά, κάνουμε προκλητικά ρουσφέτια, διορίζουμε όπου μπορούμε και λεηλατούμε τον δημόσιο πλούτο. Και να μου το θυμηθείτε θα πάμε σε εκλογές με τα ίδια επιχειρήματα που πήγαμε το 2012 και το 2015. Θα βρίζουμε τα μνημόνια για την κατάντια μας. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.