Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ράβουν κοστούμι για τα προεκλογικά μπαλκόνια. Την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή έκαναν την πρώτη πρόβα. Πήραν ο ένας τα μέτρα του άλλου, χτυπήθηκαν κάτω από τη ζώνη και αποκάλυψαν μερικά από τα όπλα που θα χρησιμοποιήσουν στην εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή γίνει σε 7 μήνες, είτε γίνει σε έναν χρόνο, είτε σε ενάμιση. Το αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν κακό για την κοινωνία. Πήγαν να συζητήσουν, υποτίθεται, για την ασφάλεια των πολιτών και πέτυχαν να εντείνουν την ανασφάλεια όλων όσοι είχαν την υπομονή να ακούσουν τη συζήτηση από την αρχή μέχρι το τέλος. Το ζητούμενο τα τελευταία 30 χρόνια στον δημόσιο διάλογο ήταν η ανανέωση της πολιτικής μας ζωής. Ηλικιακά το πετύχαμε. Εχουμε δύο σαραντάρηδες αρχηγούς, που συγκρούονται πολιτικά με μεθόδους δεκαετίας του ’80. Με μπλόφες, προσωπικούς χαρακτηρισμούς και γενικόλογους αφορισμούς. Οι μόνοι ωφελημένοι από αυτή τη συζήτηση ήταν οι φανατικοί οπαδοί και των δύο. Εφοδιάστηκαν με επιχειρήματα να κατατροπώσουν τον αντίπαλο στο καφενείο. Δεν ξέφυγε η κουβέντα στην περίπτωση των δύο αρχηγών. Αυτό ακριβώς ήθελαν. Πήγαν αποφασισμένοι για παραδοσιακό καβγά. Γιατί για να πάρουν μπροστά οι προεκλογικές μηχανές, πρέπει πρώτα να ζεσταθεί ο σκληρός πυρήνας της βάσης του καθενός. Αυτό το κατάφεραν. Σε όλη τη διάρκεια της «Ωρας του πρωθυπουργού» ακούστηκε και από τις δύο πλευρές η λέξη «ψεύτης» κοντά στις 90 φορές. Ο Κ. Μητσοτάκης έλεγε τον πρωθυπουργό «ψεύτη», ενώ ο Α. Τσίπρας απαντούσε χαρακτηρίζοντας τον πρόεδρο της Ν.Δ. «ψεύτη».
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέλησε και πάλι να καταδείξει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ενθαρρύνει την ανομία, την τρομοκρατία και τους μεγαλομαφιόζους. Ο πρωθυπουργός πήγε σε άλλο γήπεδο που έκρινε ότι τον βολεύει. Επέλεξε να αναφερθεί στη Siemens και στα «δωράκια» του Χριστοφοράκου και στο νέο θέμα με τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Λευτέρη Αυγενάκη με ποινικούς. Και διάβασε στοιχεία για το πόσα εγκλήματα έχουν γίνει επί διακυβέρνησης της χώρας επί Ν.Δ. και πόσα επί ΣΥΡΙΖΑ.
Στην ουσία η κουβέντα για την ασφάλεια των πολιτών δεν κατέληξε κάπου. Ηταν προεκλογικό ντιμπέιτ. Ο καθένας επέμενε στην ατζέντα του.
ΠΡΩΤΟΝ, ως προς την Αστυνομία και την αποτελεσματικότητά της: Καλό είναι να μην ασχολούνται οι πολιτικοί με αυτό, όταν μιλούν δημοσίως. Δεν χρειάζεται ούτε να τη λιβανίζουν, ούτε να την κάνουν κλοτσοσκούφι ανάλογα με την περίσταση. Χωρίς αμφιβολία η Αστυνομία έχει αξιωματικούς-αετούς με ικανότητα και εμπειρία. Εξιχνιάζουν σχεδόν 10 στα 10 εγκλήματα. Είναι τέτοιο το ποσοστό των επιτυχιών σε αυτόν τον τομέα, που ειλικρινά απορώ γιατί οι κακοποιοί δεν βρίσκουν νέους τρόπους δράσης, αφού στο τέλος την πατάνε όλοι. Τα προβλήματα της Αστυνομίας είναι στην καθημερινή αστυνόμευση, στην αντιμετώπιση της βίας και στη μικρή εγκληματικότητα. Και για να τα καταφέρει η Αστυνομία, χρειάζεται εξοπλισμό, διαρκή εκπαίδευση των αστυνομικών -εκεί υπάρχει πρόβλημα – και αναδιάταξη των δυνάμεών της στα μεγάλα αστικά κέντρα. Και όλος ο σχεδιασμός να γίνεται από επιχειρησιακούς αξιωματικούς χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις, όπως συμβαίνει σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, με τη στατιστική του εγκλήματος που επικαλούνται κάθε φορά οι πολιτικοί υπάρχει πάντα ένα θέμα: Δεν ξέρεις ποτέ αν οι αριθμοί ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα. Οταν βλέπεις ότι μειώθηκαν οι απάτες, πρέπει να έχεις κατά νου ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην αποκαλύφθηκαν όλες. Από την αρχή της κρίσης έως σήμερα η βαριά εγκληματικότητα σημείωσε μείωση. Μεγάλη έξαρση σημειώθηκε το 2010 και το 2011, όταν ο κόσμος μάζευε χρήματα στο σπίτι, δίνοντας κίνητρο σε ληστές. Όμως από το 2012 και μετά οι δείκτες άρχισαν να κινούνται προς τα κάτω.
Το σίγουρο είναι ότι στα χρόνια της κρίσης αυξήθηκε το έγκλημα του δρόμου. Ειδικά οι μικροκλοπές σε δημόσιο χώρο είναι η κατηγορία με τη μεγαλύτερη στατιστική επίδοση.
Βέβαια, σε αυτά τα θέματα πολύ συχνά σημασία δεν έχει τι δείχνουν τα στοιχεία, αλλά τι αισθάνεται ο κόσμος. Είναι λογικό αυτό τον καιρό, στον απόηχο της δολοφονίας Ζαφειρόπουλου και της νέας γυναίκας στο νεκροταφείο, η κοινή γνώμη να πιστεύει ότι υπάρχει έξαρση της βίαιης εγκληματικότητας.
Στην πραγματικότητα η πολιτική σύγκρουση γίνεται για το «κράτος των Εξαρχείων». Γιατί όσο περνούν οι μήνες και τα χρόνια, η κατάσταση χειροτερεύει και σταδιακά υπάρχει ο φόβος να γίνει μη αναστρέψιμη. Σαράντα επιθέσεις σε έναν χρόνο στα γραφεία ενός κόμματος ξεπερνούν κάθε φαντασία.
ΚΑΜΙΑ κυβέρνηση δεν θα ανακτήσει, όμως, τα Εξάρχεια χωρίς στήριξη και συναίνεση στον πολιτικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό. Αυτό που περιγράφεται ως αποκατάσταση της τάξης απαιτεί τεράστια επιχειρησιακή κινητοποίηση, συγκρούσεις και μετατροπή μιας περιοχής του κέντρου σε πεδίο μάχης, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Απίθανο και επικίνδυνο. Κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει για να επιστρέψει η περιοχή στην κανονικότητα, που είναι ανάγκη να βρεθεί διακομματικά. Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι τη λύση θα τη δώσει η ζωή από μόνη της, μέσα από την λειτουργία της αγοράς. Εκατό διαμερίσματα αγόρασε μέσα στο «άβατο» ένα κινέζικο fund. Για σκεφτείτε να αγοραστούν από ξένους αλλά 300 και να αξιοποιηθούν τουριστικά; Σύντομα ή αργά αυτό θα συμβεί.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 12 Νοεμβρίου 2017.