Τα σχέδια για δραχμή και επιτόκια

Βήμα-βήμα θα διολισθήσει η δραχμή, ώστε στο τέλος του έτους να αγγίξει τις 340,75 δραχμές ανά ευρώ από 330,6 δρχ. σήμερα και να επιτευχθεί με ομαλό τρόπο η πρόσδεσή της στο άρμα του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2001. Τους επόμενους δύο μήνες η διολίσθηση θα είναι από συγκρατημένη έως μηδενική. Από τα τέλη Μαρτίου, όμως, θα αρχίσει μία επιτάχυνση της διολίσθησης με μέσο ρυθμό 0,3% περίπου. Αυτό είναι το σενάριο που επεξεργάζεται τώρα η Κεντρική Τράπεζα για τη δραχμή, το οποίο συναρτάται άμεσα με την πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.

Στελέχη της Τραπέζης της Ελλάδος τόνιζαν ότι η πορεία της διολίσθησης της δραχμής δεν θα είναι «γραμμική», δηλαδή δεν θα υπάρχει ένα μηνιαίο σταθερό ποσοστό διολίσθησης. Αυτό σημαίνει ότι κάποιους μήνες η διολίσθηση θα είναι μηδενική, ενώ κάποιους άλλους θα είναι μεγαλύτερη από το 0,3%.

Τα επιτόκια

Πάντως, οι εξελίξεις στο μέτωπο των επιτοκίων θα είναι πιο άμεσες. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Λουκάς Παπαδήμος θα προχωρήσει μέσα στο επόμενο δεκαήμερο σε μείωση των επιτοκίων παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας μέχρι μία ποσοστιαία μονάδα. Οι σχετικές ανακοινώσεις δεν αποκλείεται να γίνουν και αυτή την Τετάρτη.

Αυτό είναι προφίλ της συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής που θα εφαρμοσθεί τους επόμενους κρίσιμους μήνες, ώστε να επιτευχθεί ομαλά η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

Η ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής στα επίπεδα που τελικά αποφασίσθηκαν (340,75 δρχ.), άλλαξε τα πλάνα τα οποία είχαν καταστρώσει αρχικά η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος για τους ρυθμούς της πτώσης των επιτοκίων και για την προσαρμογή της τρέχουσας ισοτιμίας στην κεντρική ισοτιμία τους επόμενους 11 μήνες. Όμως, παρ’ ότι το νέο σκηνικό λύνει τα χέρια των αρμοδίων για μία ταχύτερη πτώση των επιτοκίων και για πιο άνετους χειρισμούς με την ισοτιμία της δραχμής, εν τούτοις η υπόθεση της σύγκλισης επιτοκίων και ισοτιμίας στα επίπεδα που απαιτεί η ένταξη δεν παύει να απαιτεί λεπτούς και προσεκτικούς χειρισμούς. Και αυτό, γιατί από τις κινήσεις που θα γίνουν στα δύο αυτά κρίσιμα μεγέθη το επόμενο ενδεκάμηνο θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η ομαλή πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ χωρίς επιπτώσεις.

Σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης και της Τραπέζης της Ελλάδος, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους ­ που αφορούν κυρίως τον ρυθμό πτώσης των επιτοκίων στο διάστημα μέχρι και τον Μάιο ­, σε μεσοπρόθεσμη βάση ο ρυθμός διολίσθησης της δραχμής θα ακολουθεί τον ρυθμό πτώσης των επιτοκίων. Κάθε άλλη πολιτική, λένε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενδεχομένως να δημιουργούσε παρενέργειες που θα είχαν ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί η εμπιστοσύνη των ξένων αγορών προς την ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, όπως λένε παράγοντες που συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων, αν στο μεγαλύτερο διάστημα των επόμενων μηνών διατηρούνταν αμετάβλητη η ισοτιμία της δραχμής στα επίπεδα που είναι σήμερα, χωρίς να ακολουθεί την πτώση των επιτοκίων, τότε εύλογα θα περίμενε κανείς η προσαρμογή της τρέχουσας ισοτιμίας στην κεντρική, που αποτελεί συμβατική υποχρέωση της χώρας, να γίνει απότομα προς το τέλος του έτους. Όμως, κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα μία μαζική φυγή των ξένων κεφαλαίων από τη χώρα, λίγο πριν από την προσαρμογή της ισοτιμίας, για να αποφύγουν τη ζημιά από τη διολίσθηση. Ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις θα προκαλούνταν αν υλοποιούνταν το ακριβώς αντίθετο σενάριο. Δηλαδή, στην υποθετική περίπτωση που ξεκινούσε τώρα η διολίσθηση προς την κεντρική ισοτιμία χωρίς να συνοδεύεται από πτώση των επιτοκίων.

Ο στόχος

Με τη σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων και της δραχμής στα χαμηλότερα επίπεδα που απαιτεί η σύγκλιση (τα επιτόκια παρέμβασης της Τραπέζης της Ελλάδος πρέπει να πέσουν στο 4,5% από το 9%-10% που βρίσκονται σήμερα), επιδιώκεται να εξασφαλισθούν μέχρι και τους τελευταίους μήνες του 2000 θετικές αποδόσεις μεγαλύτερες από ό,τι στις αγορές του εξωτερικού, για τα ξένα κεφάλαια που είναι επενδεδυμένα στη χώρα. Τα κεφάλαια αυτά μέχρι και σήμερα «απολαμβάνουν» τις υψηλές αποδόσεις που εξασφαλίζει η μεγάλη διαφορά μεταξύ των ελληνικών επιτοκίων και των επιτοκίων στις χώρες-μέλη της ΟΝΕ, η οποία ανέρχεται στις 8 μονάδες υπέρ των πρώτων. Η πτώση των εγχώριων επιτοκίων προς τα επίπεδα των ευρωπαϊκών θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση των αποδόσεων των ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, ακόμη ένας παράγοντας τον οποίο λαμβάνουν σοβαρά υπόψη κατά τους σχεδιασμούς τους τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη και το επιτελείο της Κεντρικής Τράπεζας είναι η πορεία του Χρηματιστηρίου. Η ανοδική πορεία που εκτιμάται ότι θα έχει ο Γενικός Δείκτης Τιμών Μετοχών του Χρηματιστηρίου κατά το 2000, σύμφωνα με τα στελέχη αυτά, θα αποτελέσει έναν σημαντικό παράγοντα για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στη χώρα και για την αποτροπή ενδεχόμενων εκροών.

Διαφοροποιήσεις

Η συμφωνία στο πλαίσιο εφαρμογής της συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και της Τραπέζης της Ελλάδος δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις στα σημεία. Και αυτές εντοπίζονται κυρίως στον ρυθμό πτώσης των επιτοκίων, ιδιαίτερα για τους αμέσως επόμενους μήνες μέχρι και τον Μάιο. Πρόκειται δηλαδή για το διάστημα που από πολλούς θεωρείται ως προεκλογικό και στο οποίο, εκτός των άλλων, θα κριθεί η υπόθεση της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Στο διάστημα αυτό ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιάννος Παπαντωνίου θα επιθυμούσε μία πιο γρήγορη πτώση των επιτοκίων, η οποία θα δημιουργούσε προϋπόθεση για την άνοδο του Χρηματιστηρίου, θα μείωνε το κόστος του χρήματος και θα μετρούσε γενικότερα θετικά για την κυβέρνηση, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα δημιουργούνταν πιέσεις στον πληθωρισμό.

Εκ φύσεως πιο συντηρητικό είναι το επιτελείο της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο τάσσεται υπέρ μίας πιο συγκρατημένης πτώσης των επιτοκίων προκειμένου να διασφαλισθεί σε κάθε περίπτωση ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν πιέσεις στον πληθωρισμό, οι οποίες θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μία περαιτέρω άνοδό του το 2000, που θα δημιουργούσε προβλήματα στην ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “