Το τραγούδι «Μέλισσες» που ερμηνεύει η Φωτεινή Βελεσιώτου ,σε μουσική Γιώργου Καζαντζή, και στίχους Ελένης Φωτάκη, με το οποίο ανοίγει η γνωστή τηλεοπτική σειρά «Άγριες Μέλισσες», δεν είναι ένα τραγούδι που απλώς μιλά κάποιον χαμένο έρωτα. Πρόκειται στη ουσία για έναν ύμνο στην Ελευθερία.
Οι στίχοι του τραγουδιού που ντύνει την επιτυχημένη σειρά του ΑΝΤ1«Άγριες Μέλισσες», γράφτηκαν το 2006, ύστερα από ένα έντονο όνειρο. Όπως μας λέει η Ελένη Φωτάκη, δημιουργός αυτών των πανέμορφων αλλά και αινιγματικών στίχων :
«Ξύπνησα μες στη νύχτα. Στο μυαλό μου, ήταν η φράση με κυνηγούν οι μέλισσες. Συμπλήρωσα το κι εσύ που δεν με θέλησες, κι άρχισα αμέσως να το γράφω…».
Να σε μισήσω είν’ αργά
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δε με θέλησες
Τι σημαίνουν οι στίχοι του τραγουδιού των Άγριων Μελισσών
Τι είχε ονειρευτεί; Ο στίχος «κι εσύ, που δε με θέλησες» δείχνει πως η μνήμη μιας ερωτικής προδοσίας, έφερνε άγριες μέλισσες που την κυνηγούσαν στον ύπνο.
Αλλά η στιχουργός του τραγουδιού που απολαμβάνουμε και κάθε βράδυ στις Άγριες Μέλισσες, μας ξαφνιάζει:
«Δεν μιλώ μόνο για μια ερωτική προδοσία που συνέβη στο παρελθόν, αλλά και για μία που θα έρθει στο μέλλον»
Από πού προέρχεται αυτή η βεβαιότητα;
«Οι προδοσίες του παρελθόντος μου δημιουργούν τη σίγουρη πρόβλεψη ότι και στο μέλλον, αν βρεθεί κάποιος έρωτας σε προδοσία θα καταλήξει πάλι»
Τινάζω το βασιλικό
να σταματήσω το κακό
σ’ είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες
Υπάρχει εδώ μια εφιαλτική σιγουριά ότι και με βασιλικό να σκορπίσει αγιασμό το κακό δεν πρόκειται να σταματήσει. Η προδοσία, αργά ή γρήγορα, θα φανεί και πάλι θα την ραγίσει.
Το τραγούδι αποτυπώνει μια πορεία μέσα από ξυραφιές και τσουκνίδες. Δεν φθάνει όμως στο μίσος. Υπάρχει στο τέλος κάτι το σπάνιο: το γενναιόδωρο φως της αγάπης, το να λες, αν το θες στο καλό είσαι ελεύθερος, φύγε. Αλλά πριν από αυτό που θα λέγαμε έκλαμψη, περιγράφονται του πόνου τα βήματα.
Νυχτώνει, βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ’ αγαπάς, πώς το ‘θελα
Βεβαίως η στιχουργός, θέλει να πάρει δύναμη σηκώνοντας τον δικό της σταυρό μαρτυρίου…
Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες
Ο στίχος «θυμάρι ρίχνω στις φωτιές» – όπως μας είπε η Ελένη Φωτάκη – έρχεται από διηγήσεις της γιαγιάς της, σαν πράξη ενδυνάμωσης σε περίπτωση μεγάλης δοκιμασίας. Λέγεται μάλιστα, ότι οι αρχαίοι έλληνες και άλλοι πολεμιστές έριχναν θυμάρι σε φωτιές, πριν τις μάχες για να αποκτήσουν θάρρος και ανδρεία.
Αν κλάψω, μη με φοβηθείς
την ένιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ’ αρνιόσουν τ’ όνειρο
Η μάχη του έρωτα, είναι χαμένη και το ξέρει. Της το είχε αποκαλύψει το ροδόνερο, όπως σημειώνει με έξοχα ποιητικό και συμβολικό τρόπο. Σε κάποιες από τις παλιές παραδοσιακές κοινωνίες, οι κοπέλες βουτούσαν τα άνθη του ρόδου σε αμίλητο νερό για να μαντεύσουν την μοίρα.
Με τους στίχους αυτούς, η Ελένη Φωτάκη γίνεται ποιήτρια των ερωτικών ερειπίων παρελθόντος και μέλλοντος αλλά δεν ξεπέφτει, δεν υποβιβάζεται, δεν μικραίνει. Και τελικά, μέσα στα ερείπια του χωρισμού, βάζει να φυτρώσει λουλούδι. Είχε δείξει πως έχει αυτή τη διάθεση, από το πρώτο της στίχο, τον Χειμωνανθό που είχε δώσει στον Γιάννη Χαρούλη
ο χωρισμός θυμήσου
είναι χειμωνανθός
Τι εννοούσε;
Αυτό, στις Μέλισσες γίνεται ξεκάθαρο, στον τελευταίο στίχο όπου δημιουργεί την υπέρβαση και στρέφει όλο το νόημα του τραγουδιού στην τεράστια αξία της Ελευθερίας.
Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ, που δε με θέλησες
Σε αυτόν τον συγκλονιστικό στίχο, το αγιασμένο νερό ρίχνεται με τον βασιλικό όχι όμως για να εμποδίσει τον έρωτά της να φύγει, αλλά για να του προστατεύει τα βήματα. Δεν θα τον εμποδίσει.
Και ο στίχος «τον όρκο σου να τον πατάς» μοιάζει περισσότερο με ευχή παρά σαν κατάρα.
Το τραγούδι των Αγριων Μελισσών μιλά περισσότερο για την Ελευθερία παρά για τον έρωτα…
Η Ελευθερία είναι όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις και η Ελένη Φωτάκη με τον τελευταίο στίχο φτάνει ακριβώς σε αυτό.
Στο τίποτα που δεν έχει τίποτα αλλά είναι ελεύθερο.
Οι φωτογραφίες της Ελένης Φωτάκη, από τον Μ.Νταλούκα, 2020.
Πηγή: iefimerida.gr