Η ΠΡΟΓΙΑΓΙΑ ΜΑΣ Η ΕΛΕΝΗ

του Σπύρου Φλογαΐτη

Τα χρόνια της παιδικής μας διάπλασης, στη δεκαετία του ’50, ήταν δύσκολα. Η κοινωνία μόλις είχε βγεί από τον Εμφύλιο, η Λευκάδα ήταν φτωχή, τα παιδιά προσπαθούσαν να βρούν τον δρόμο τους όπως μπορούσε ο καθένας, οι πιο τυχεροί στο Σχολείο, το πρώτο ή το δεύτερο, ανάλογα με την συνοικία όπου ζούσαν. Παιχνίδια δεν υπήρχαν, ήταν όλα αυτοσχέδια και παίζονταν ομαδικά στις συνοικίες που προσδιορίζονταν από τις πλατείες των περιφερειακών εκκλησιών της πόλης, όπως ο μπρίτζολας, η φωτιά, ο πετροπόλεμος, ο πόλεμος με σπαθιά και ακόντια. Όσο πιο φτωχή η γειτονιά, τόσο περισσότερο πιθανό ήταν να νικήσει στα ομαδικά παιχνίδια σε αντιπαράθεση με τις άλλες γειτονιές, γιατί τα παιδιά ήταν πιο σκληρά για τα άγρια παιχνίδια. Κατά καιρούς, το παιχνίδι έπερνε «περιφερειακές» διατάσεις, παλιά πόλη εναντίον Νεάπολης, όπου και πάλι νικούσε σχεδόν πάντα η Νεάπολη.

Εγώ ανήκα στην ομάδα του Άη Δημήτρη, πίσω από το σπίτι μας, όπου κεντρική φιγούρα ήταν η περίφημη Αύρα, αλλά και δεν ανήκα κιόλας, γιατί η μάννα μου που με υπερπροστάτευε, δεν με άφηνε και πολύ να εκτίθεμαι στους πραγματικούς κινδύνους που εμπεριείχε η μουλαρία ή η τσέτα. Ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσε λίγο-πολύ στο σπίτι, διαβάζοντας, με πολλή αγάπη και φροντίδα για τα δεδομένα της εποχής από τους γονείς μου, με πολλούς φίλους από την τάξη μου να έρχονται στο σπίτι, μερικές φορές για να διαβάσουμε μαζύ, αφού ο πατέρας μου μου εξασφάλιζε ό,τι θα μπορούσα να θέλω, αρκεί να ήταν για τις σπουδές μου. Η μυσταγωγία της παιδικής μας ηλικίας όμως ήταν τα βράδυα, όπου ο πατέρας μας μας έλεγε ιστορίες. Μια πό τις πιο αγαπημένες του ήταν εκείνη για την γιαγιά του την Ελένη.

Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στο Μαραντοχώρι όπου ο πατέρας του Σπύρος ήταν αγροτοκτηματίας που είχε παντρευθεί την Κατερίνα Σκληρού Μπακαβέλου, μιαν όμορφη λένε γυναίκα, με έντονη θέληση και ισχυρό χαρακτήρα. Επειδή ο παππούλης μου ήταν κοιλάρφανος, που μάλιστα έμεινε σε ηλικία ενός έτους ορφανός και από τη μητέρα του, τα παιδιά του δεν είχαν άλλους παπούδες από εκείνους της μητρικής γραμμής. Η γιαγιά λοιπόν του πατέρα μου λεγόταν Ελένη.

Η Ελένη ήταν πανάσχημη, το ήξερε άλλωστε και δεν την στενοχωρούσε, γιατί ήταν πανέξυπνη από καλή οικογένεια και σεβαστή στην κοινωνία.

΄Οταν τα άπλυτα ρούχα γίνονταν πολλά και έπρεπε να τα πλύνει, ξύπναγε με τον τρίτο πετεινό, τα φόρτωνε στο γαϊδούρι και τα πήγαινε στον ποταμό να τα πλύνει. Τα παλιά τα χρόνια, το Μαραντοχώρι είχε ποταμό, που εξυπηρετούσε τουλάχιστο τις ανάγκες αυτές.

Εκείνο το βράδυ, διηγείτο η προγιαγιά μας η Ελένη στον πατέρα μου, μικρό παιδί στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, η Ελένη έκανε λάθος. Άκουσε στον ύπνο της τον πρώτο πετεινό και ξύπνησε, νομίζοντας πως ήταν ο τρίτος. Παραξενεύθηκε που ήταν σκοτάδι, αλλά πήρε τα άπλυτα, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι και πήρε τον δρόμο για τον ποταμό. Όταν έφθασε, κατέβασε τα ρούχα και άρχισε να τα πλαίνει, κατά τη συνήθειά της.

Δεν είχε καλά-καλά προχωρήσει το πλύσιμο και ακούει τραγούδια και χορό. Σηκώνει το βλέμα της απορρημένη και τι να δεί. Βλέπει νεράϊδες, πιασμένες από το χέρι, ντυμένες στα λευκά, με τα μαλιά τους ριγμένα στους ώμους, να χορεύουν ασταμάτημα και να τραγουδούν.

Η Ελένη κατάλαβε αμέσως το λάθος της: Είχε έλθει σε λάθος ώρα, όταν βγαίνουν οι νεράϊδες στο ποτάμι, αλλά και τον κίνδυνο, αφού εάν σε δούν πως είσαι άνθρωπος σε ταράζουν στο ξύλο μέχρι θανάτου.

Πανέξυπνη όπως ήταν δεν άργησε ούτε μια στιγμή. Πετάει τα ρούχα της και μένει με το λευκό κότολο, και μπαίνει αμέσως στο χορό, μαζύ με τις νεράϊδες, και χόρευε ασταμάτητα όλη τη νύχτα, αυτή η πανάσχημη με αυτές τις πανέμορφες. Και τι τραγούδι τργουδούσαν τώρα οι νεράϊδες, έλεγε στον μικρό πατέρα μας, η γιαγιά του η Ελένη; -Ζούδια και μεις, ζούδιο και συ, αλλά πιο ζούδιο από σένα δεν έχουμε ματαδεί!

Και μπάτη χορό, έλεγε ο πατέρας μας, και μπάτη χορό, ώσπου χάραξε η αυγή και εξαφανίσθηκαν οι νεράϊδες. Η Ελένη είχε σωθεί και έπεσε ξελιγωμένη από το χορό. Μάζεψε σιγά-σιγά τα πράγματά της, τα φόρτωσε στο γάϊδαρο και γύρισε στο σπίτι.

-Πατέρα τι μας λες τώρα, του λέγαμε, αφού δεν υπάρχουν νεράϊδες. –Εμένα, μας απαντούσε, η γιαγιά μου μου έλεγε την ιστορία που είχε ζήσει, και δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εγώ την πίστευα όταν ήμουν μικρός και την πιστεύω ακόμα.