Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ

του  Σπύρου Ι. Φλογαΐτη

Όταν ήμασταν παιδιά στην Λευκάδα, στη δεκαετία του ΄50, τα βράδια ήταν πολύ μεγάλα. Δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο το ραδιόφωνο, που εξέπεμπε από περιφερειακά σημεία, θυμάμαι τον ραδιοφωνικό σταθμό Αμαλιάδος.

Τα σπίτια ήταν κρύα, γεμάτα υγρασία, γιατί δεν υπήρχε κεντρική θέρμανση. Η γενικότερη ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή, γιατί δεν υπήρχε ακόμη η ΔΕΗ, αλλά ηλεκτροδοτείτο μόνο η πόλη της Λευκάδας από μια Ηλεκτρική Εταιρία, και συνεπώς ο εξωτερικός φωτισμός ήταν μόνο ο απολύτως αναγκαίος.

Τα μεσημέρια έπρεπε, εμείς τα παιδιά να φάμε μόνοι μας, ό,τι ώρα ήταν η καταλληλότερη, γιατί ο πατέρας μας, Δικηγόρος το επάγγελμα, θα ερχόταν αργότερα, κουρασμένος, θα έτρωγε με τη μάννα μας και θα αναπαυόταν. Το βράδυ όμως, θα τρώγαμε όλοι μαζί και καθόμασταν στο τραπέζι πάντοτε στην ίδια διάταξη: Στην κορυφή του τραπεζιού με θέα την κεντρική είσοδο ο πατέρας μου, απέναντί του η αδελφή μου Κατερίνα, δεξιά του η μητέρα μου, αριστερά του εγώ και αριστερά μου η αδελφή μου Ευγενία. Η τραπεζαρία ήταν αμέσως αριστερά μετά την κεντρική είσοδο. Μέναμε στον τρίτο όροφο του σπιτιού μας. Ένα μαγγάλι πρόσφερε ωραία ζέστη και κάρβουνα για πυρομάδες που σβήναμε σε κόκκινο κρασί.

Το σπίτι μας ήταν φιλόξενο γιατί και στον πατέρα μου και στη μάννα μου άρεσε να φιλοξενούν συγγενείς και φίλους που έρχονταν κυρίως είτε από τα πίσω χωριά απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας μου, είτε από το Ξηρόμερο, απ’ όπου καταγόταν η μάννα μου. Συχνά λοιπόν είχαμε παρέα στα δείπνα μας ανθρώπους που αγαπούσαν οι γονείς μας και που η ανάμνησή τους αποτελεί πλέον κομμάτι του ψυχικού μας κόσμου.

Ήταν ένα βράδυ σκοτεινό, πριν το 1956, δηλαδή ήμουν δεν ήμουν έξι ετών, γιατί η βαβά μου, η Κατερίνα, ζούσε ακόμη, κατάκοιτη από κόλπο. Καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε. Τα δείπνα αποτελούσαν και το λίκνο της ψυχικής μας διάπλασης από τους γονείς μας και ιδίως τον πατέρα μου, γιατί του άρεσε να διηγείται ιστορίες, κυρίως από τα πίσω χωριά που υπεραγαπούσε, αλλά και από το παρελθόν της οικογένειάς μας.

Απορροφημένος, απολάμβανα τις ήσυχες στιγμές, αλλά η θέση μου οδηγούσε τη ματιά μου έξω από την τραπεζαρία, στο σκοτεινό περιβάλλον, προς την κατεύθυνση της πόρτας.

Ξαφνικά, έμεινα από το φόβο μου. Μαζύ και οι αδελφές μου. Βλέπουμε στην πόρτα να στέκεται ακίνητος ένας άνδρας. Διατηρώ ανεξίτηλα στη μνήμη μου την εικόνα του, ωραίος, στητός, με αετίσιο βλέμμα, άσπρο γενάκι και γαμψή μύτη, μαύρο μαντήλι στα μαλλιά και μαύρη κάπα.

-Έ Χρήστο, έλα μέσα, τι στέκεσαι εκεί, του λέει αμέσως ο πατέρας μου.

Έτσι γνωρίσαμε τον μπάρμπα Χρήστο τον Βρυώνη από το Μαραντοχώρι. Επρόκειτο για ένα καλό φίλο της οικογένειάς μας, τίμιο δουλευτή της γης και κτηνοτρόφο, με καλή γυναίκα, την θειά Αντριάνα, που ανάθρεψε καλά παιδιά. Ο μπάρμπα Χρήστος είχε όμως μια ιδιορρυθμία, που τελικά ταλαιπωρούσε την οικογένειά του, του άρεσε να είναι παλληκαράς, να αμφισβητεί την αστυνομική εξουσία και να της ξεφεύγει, να αναδεικνύει ένα ηρωϊκό στοιχείο και να καθορίζει αυτός τη σχέση του με την εξουσία. Έτσι εκείνο τον καιρό, στα καλά καθούμενα, έκλεψε ένα κατσίκι και αμέσως μετά έφυγε και μόλις είχε φθάσει στη Λευκάδα με τα πόδια, αφού άλλος τρόπος, μέσα σ΄αυτές τις περιστάσεις, δεν υπήρχε. Ανάγκη να κλέψει το κατσίκι δεν είχε, αφού είχε δικά του κατσίκια, όμως του άρεσε, γιατί τον κυνηγούσαν τα αποσπάσματα, όπως έλεγε, αναφερόμενος μάλλον στην εποχή του Μεταξά γιατί δεν υπήρχαν πλέον αποσπάσματα, και αυτός τους ξέφυγε.

Ζήτησε από τον πατέρα μου να τον κρύψει για τον απαιτούμενο χρόνο. Ο πατέρας μου, ως Δικηγόρος, ήξερε ότι κρύβοντάς τον παραβίαζε το νόμο, αλλά του άρεσαν αυτά και έτσι πέρασα δέκα πέντε περίπου μέρες από τις ωραιότερες της ζωής μου.

Ο μπάρμπα Χρήστος εγκαταστάθηκε σε ένα τυφλό δωμάτιο πίσω από την τραπεζαρία. Η μάννα μου, όσο περνούσαν οι μέρες, του έλεγε, με το πρακτικό της μυαλό, γιατί δεν πάει να παραδοθεί, τουλάχιστον «να μετράνε οι μέρες», αφού έτσι κι αλλιώς έγκλειστος ήταν. Η απάντησή του ήταν σταθερή, «-Θα πάω όταν θέλω εγώ».

Κάθε βράδυ, μαζευόμαστε γύρω από το τραπέζι όλη η οικογένεια, όπως πάντα, αλλά τώρα είχαμε και τον «φιλοξενούμενό» μας. Για τον μπάρμπα Χρήστο, η καλλίτερη, ως «ηρωικότερη» περίοδος της ζωής του ήταν το αντάρτικο, με τον Λοχαγό Ζαμπέλη. Έλεγε λοιπόν τις ιστορίες τη μία μετά την άλλη, ποιός ξέρει κατά πόσο αληθινές ή φανταστικές. Ήταν όμως «ηρωικές» και γι αυτό συναρπαστικές για τα παιδικά αυτιά μας, αλλά και για τον πατέρα μου που τον τσίγλαγε να πει και τούτο ή εκείνο. Η βαβά μου, άκουγε από το κρεβάτι της και κάθε τόσο φώναζε «-Θα ξενυχτήσετε μωρέ, πηγαίνετε να κοιμηθείτε».

Το πιο ωραίο ήταν που ο πατέρας μου κάθε βράδυ τον οδηγούσε με τον δικό του τρόπο να πει εκείνα που αναδείκνυαν τον μπάρμπα Χρήστο ως αρχηγό. Έλεγε λοιπόν ο μπάρμπα Χρήστος πως ο Ζαμπέλης του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον άφηνε να διατάζει στις επιχειρήσεις στο πόδι του. Και τον ρωτούσε ο πατέρας μου «-Και πως υπέγραφες μωρέ Χρήστο τις διαταγές;» Αμέσως η απάντηση «-Κ.Δ. Χ. Βρυώνης». «-Και τι σημαίνει μωρέ Χρήστο Κ.Δ.;» «-Κατά Διαταγήν» απαντούσε υπερήφανα ο Βρυώνης. Και τα γέλια, όχι περιπαικτικά, αλλά της απαράμιλλης λευκαδίτικης απόλαυσης της παρέας, έκλειναν τη συζήτηση, που θα ξανάρχιζε ίδια το επόμενο βράδυ.

Όπως όλα τα ωραία στη ζωή, έτσι και αυτές οι μέρες, περίπου δεκαπέντε, τελείωσαν. ΄Ενα πρωΐ, ο μπάρμπα Χρήστος ξύπνησε, πλύθηκε, περιποιήθηκε τον εαυτό του, έγινε ωραίος, μάζεψε τα πράγματά του και ανακοίνωσε στη μάννα μου πως θα πήγαινε να παραδοθεί στην αστυνομία. Δεν τον είχαν πιάσει. Τους είχε νικήσει. Τώρα όμως έπρεπε να παραδοθεί. Ήταν περήφανος.