του Σταμάτη Φασουλή
Είναι φορές που μαζί με τη νύχτα που πέφτει πέφτω κι εγώ στα νύχια της τηλεόρασης.
Αλλοι ανοίγουν την παλάμη και της ρίχνουν ένα ελληνοπρεπέστατο φάσκελο. Μερικοί απλώς κατεβάζουν καντήλια. Είναι και άλλοι πιο πρόστυχοι που αναφέρονται στα απόκρυφά τους εν είδει παπύρου που χρήζει εγγραφής.
Οι περισσότεροι κάθονται απέναντι στο γυαλί χαύνοι, απλώνοντας νωχελικά ρίζες στον καναπέ.
Εμένα πάλι θα με χαρακτήριζα φανατικό τουρίστα της τηλοψίας.
Οχι ότι κάθομαι με σταυρωμένα χέρια. Εχω και γω τις αντιδράσεις μου.
Ας πούμε, όταν βλέπω ένα πράμα σαν περίττωμα με ασημόσκονη, πολλά οπίσθια και τρεμάμενες στηθιαίες σιλικόνες, κρεμάω αντί του καθιερωμένου σεμέν στο πάνω μέρος της οθόνης μια φανταστική ταμπέλα που γράφει: «Ο κιμάς κόπτεται παρουσία του πελάτου».
Στις ειδήσεις και στα στημένα ρεπορτάζ με τον συνδικαλισμένο που βεβαιώνει ότι θα μας πολεμήσει μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μας, κάνω κάτι πολύ προωθημένο.
Κάνω τον Γιούρι Γκέλερ. Μάλιστα.
Αυτοσυγκεντρώνομαι μέχρις αηδίας με σκοπό η δύναμη της σκέψης μου, ως άλλο λέιζερ, ν’ αρχίσει να χαράζει το σκληρό γυαλί και να το σκίσει στα δύο.
Αλλά επειδή κομμάτι δειλός ο άνθρωπος, πριν η πυρακτωμένη ακτίνα ακουμπήσει την οθόνη, κόβω απότομα την ένταση, βάζω νεκρά, γιατί σκέφτομαι «ποιος ξέρει τι χειρότερο κρύβεται πίσω απ’ το γυαλί;». Είμαστε για τα χειρότερα τώρα;
Μπήκε και η άνοιξη. Α πα πα πα πα. Ασε, το σπας άλλη φορά το γυαλί.
Αλλά κι έτσι που είμαστε όλοι κλεισμένοι στα ξένα σπίτια μας, πού να τη δεις την άνοιξη; Πού να τον δεις τον ήλιο;
Προχθές, έτσι όπως σήκωνα να ξεκουράσω τα μάτια μου απ’ το λάπτοπ, είδα απέναντι σ’ ένα σπασμένο τζάμι να κόβεται στα δύο η πανσέληνος.
Και την άνοιξη; Μου φέρανε ένα κλαρί στο σπίτι, το ‘βαλα σ’ ένα βάζο και το πρωί, μόλις που τ’ άγγιξε ο ήλιος, έσκασε τα μπουμπούκια του και πέταξε αμέσως «ωραία λουλούδια κι άσπρα» που φώτισαν όλο το σπίτι.
Σκεφτόμουν αυτό που ζω, όλα στριμωγμένα σ’ ένα δωμάτιο και μια οθόνη, δεν είναι αυτό που λέμε ζωή ακριβώς. Είναι μια ζωή «μπονσάι».
Στην Ιαπωνία, όταν θέλουν να μεγαλώσει ένα δέντρο μόνο στα χρόνια κι όχι στο ύψος, το βάζουν από μικρό σε μια γλάστρα από δίχτυ, το φροντίζουν το ποτίζουν, αλλά ό,τι ρίζα περισσεύει απ’ το πλέγμα τού την κόβουν. Ετσι μένει πάντα μικρό στην όψη και γερασμένο στην καρδιά.
Καλλιτεχνικός λαός. Αλλα ήθη. Αλλα έθιμα.
Υπάρχει βέβαια κι άλλος τρόπος. Πιο δικός μας. Νεοελληνικός.
Αυτός που φτάσαμε να βλέπουμε μέσα από το παράθυρο, σ’ ένα σπασμένο τζάμι, να κόβεται η ζωή στα δύο. Κομμάτια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
http://www.tanea.gr/opinions/all-opinions/article/5087999/zwh-sth-glastra/