Γόνος φτωχής οικογένειας, από το Μεγανήσι της Λευκάδας, με λίγα χρήματα στην τσέπη, αλλά με πολύ μεγάλη θέληση, άφησε πίσω την πατρίδα του, για να εγκατασταθεί για σπουδές στην Αθήνα, όπου έπιασε δουλειά σε βιβλιοπωλείο.
Λίγο καιρό αργότερα κατάφερε να περάσει την πόρτα των «Νέων», κάνοντας με πολύ κόπο το όνειρό της ζωής του πραγματικότητα.
Ο λόγος για τον δημοσιογράφο Γιάννη Πολίτη ο οποίος μίλησε στον Αχελώο tv και τον δημοσιογράφο Μάκη Μάκκα σε μια συνέντευξη εφ’όλης της ύλης.
“Το Μεγανήσι από όπου και κατάγομαι ήταν πολύ φτωχό, τα χρόνια που μεγάλωνα δεν είχε φως νερό,τηλέφωνο. Έφυγα 12 χρονών και νοίκιασα ένα δωμάτιο το λεγόμενο οικότροφος, δούλευα σε μια ταβέρνα σερβιτόρος και έτσι τελείωσα το γυμνάσιο”, ανέφερε για τα παιδικά του χρόνια περιγράφοντας παράλληλα τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, οι οποίες όπως υπογράμμισε τον έκαναν πιο ανθεκτικό για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την υπόλοιπη ζωή του.
“Σαράντα παιδιά ήμασταν εκείνη την περίοδο από το Μεγανήσι στην Λευκάδα, όλοι οικότροφοι, νοικιάζαμε ένα δωμάτιο πεντακόσιες δραχμές φαγητό και ύπνο.
Οι περισσότεροι πρόκοψαν γιατί οι δυσκολίες της ζωής σε κάνουν πιο ανθεκτικό. Οι συνθήκες διαμορφώνουν την σκληρότητα και την ανάγκη μας για επιβίωση.
Η φτώχεια που είχαμε, μας οδηγούσε να είμαστε δεμένοι και να βοηθάμε ο ένας με τον άλλο. Οι φτώχεια ενώνει, ήμασταν σύμμαχοι, μετά ήρθε το χρήμα και αλλάξαμε. Η κοινωνία διαλύθηκε όταν μπήκε το χρήμα στην ζωή μας, η σύγκριση ποιος έχει καλύτερη θέση στο δημόσιο, τίνος ο γιος πήρε καλύτερη νύφη, σπίτι και προίκα.
Το μόνο καλό που θα έχει η κρίση είναι ότι θα υπάρξει αλληλεγγύη, όλα τα αλλά θα είναι δύσκολα και επώδυνα”.
Τα σημαντικότερα πράγματα που όπως ανέφερε έκανε στην ζωή του, τα έκανε όταν ήταν πολύ φτωχός και όπως τονίζει αυτά είναι που τον στιγμάτισαν και θα τον ακολουθούν για πάντα: “Σπούδαζα δημοσιογράφος στην Αθήνα και παράλληλα δούλευα στις εκδόσεις Λιβάνη.
Τα σημαντικότερα και πιο δύσκολα πράγματα που έκανα στην ζωή μου είναι τα χρόνια που ήμουν πολύ φτωχός και δούλευα πολύ, 17 με 25 ετών έκανα τρεις δουλειές για να επιβιώσω. Έχασα γρήγορα τον πατέρα μου και μετά την μητέρα μου. Δεν ήμουν τυχερός σε αυτά.
Εάν θεωρώ κάτι σπουδαίο που έκανα, είναι τα επώδυνα χρόνια της φτώχειας μου και αυτά είναι πάντα που θα με στιγματίζουν”.
O ίδιος δεν παρέλειψε να κάνει τον παραληρισμό του τότε και του σήμερα σημειώνοντας ότι η κατάσταση που βιώνει σήμερα η χώρα είναι χειρότερη από την δεκαετία του 60 γιατί τότε υπήρχε γέλιο, γειτονιά , αυλή, αισιοδοξία αλλά υπήρχαν και άλλοι δεσμοί αλληλεγγύης: “Tώρα η Αθήνα είναι απελπισία, κοιτάζει ο ένας τον άλλο δολοφονικά, χαμογελάς και θυμώνει ο άλλος, σου λέει γιατί χαμογελάει αυτός, τι καλό του συμβαίνει, τι καλό έχει που δεν έχουμε εμείς.Εγώ κρατώ μια αισιοδοξία από τα δύσκολα χρόνια τα πέτρινα χρόνια της ζωής μου που ξέρω, και αναρωτιέμαι πόσο πιο πολύ φτωχός θα ξαναγίνω από τότε”.
O ίδιος για την κατάσταση που επικρατεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σημείωσε:”Η γενιά η δική μου πράγματι ήταν τυχερή, γιατί το 1990 άρχισε η άνθιση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Έτσι, αυτοί που είχαμε 5 με 10 χρόνια στις εφημερίδες ουσιαστικά στελεχώσαμε τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Η γενιά η δική μου, οι περισσότεροι πήγαν πάρα πολύ καλά. Αυτοί που δούλεψαν περισσότερο πήγαν εξαιρετικά. Είμαστε τυχεροί λοιπόν.
Η γενιά που έρχεται τώρα θα είναι πολύ άτυχη. Προσπαθώ να καταλάβω τι θα γίνει ακριβώς στα ΜΜΕ και πάντα πέφτω σε αδιέξοδο. Θεωρώ ότι θα μείνουν πολύ λίγα έντυπα. Πολύ λίγες εφημερίδες, ελάχιστα ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.
Αυτή τη δεκαετία όμως, αυτά τα επόμενα χρόνια θα είναι κακοπληρωμένο επάγγελμα, με λίγες θέσεις εργασίας”
Μην φορτώνουμε πράγματα στην δημοσιογραφία που δεν αντέχει, περισσότερο είναι η θεωρεία της αφέλειας παρά η θεωρεία της συνωμοσίας. Οι δημοσιογράφοι ήταν απροετοίμαστοι, σάστισαν με την κρίση και λειτουργούσαν ακραία αντιφατικά μπέρδεψαν τον κόσμο άλλοι ταυτιστήκαν με την τρόικα άλλοι ακραία με τους εργαζομένους γιατί δεν γνωρίμαζε”.
Για τις πρόσφατες εξελίξεις και την επαναλειτουργία της δημόσιας τηλεόρασης ο Γιάννης Πολίτης ανέφερε:”Στη δημόσια τηλεόραση πέρασα δέκα χρόνια στην ΕΡΤ και την πιστεύω. Εκτιμώ σε 20 ημέρες θα πάμε στην Αγία Παρασκευή θα είμαι και θα ξαναλειτουργησουμε η δημόσια τηλεόραση δεν χρειάζεται και τρεις χιλιάδες αλλά χρειάζεται 1000-1500 για να ξαναλειτουργείσει”.
Για την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας και την αντιμετώπιση της, αλλά και για το αν πιστεύει ότι θα τα καταφέρουμε να βγούμε από την κρίση ο ίδιος ανέφερε: “Θα αργήσει πολύ η ανάκαμψη. Η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη να αφομοιώσει με τόσο μεγάλη ταχύτητα αυτά που απαιτούν οι δανειστές μας και από την άλλη δεν υπάρχει κρατικός μηχανισμός, είναι σε πλήρη διάλυση, ώστε να μπορέσει αυτή η πολιτική ηγεσία να το κάνει πραγματικότητα.Η χώρα θα περάσει μια δεκαετία μεγάλης ύφεσης.
Πίσω από το αυστηρό ύφος του παντογνώστη των εκπροσώπων της τρόικας, με το οποίο περιφέρονται από υπουργό σε υπουργό, κρύβεται η ανασφάλεια των μαθητευόμενων μάγων και η άγνοιά τους για μια χώρα που δεν γνωρίζουν και, όπως απέδειξε και η ζωή, δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να τη μάθουν”.
Στην αρχή, το 2010, ήμουνα λίγο πιο αισιόδοξος. Πίστευα ότι επιτέλους κάποιος θα βάλει κανόνες, αφού δεν μπορούμε να τους βάλουμε μόνοι μας. Όσο περνάει ο καιρός διαπιστώνω ότι το μνημόνιο είναι πολύ σκληρό. Δηλαδή, ζητούν πράγματα που δεν έγιναν επί 40 χρόνια, να γίνουν σε 3 μήνες.
Όταν συνεχίζουν μ’ αυτό τον σκληρό τρόπο την επιβολή των μέτρων, ενδέχεται η κοινωνία να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, να αυτοεκραγεί κι αυτό είναι η πιο επικίνδυνη εξέλιξη.Γ’ αυτό πρέπει να χαλαρώσουν. Δηλαδή, τι τρία χρόνια, τι πέντε. Ας μας δώσουν μία ανάσα.
Όσο για το τι μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε αυτό το αδιέξοδο ο ίδιος προτείνει:
“Η Αθήνα να θέσει το ζήτημα ελάφρυνσης του βάρους του ελληνικού χρέους.Η επιλογή που ζητούμε είναι χαμηλότερα επιτόκια ή σε μεγαλύτερη περίοδο αποπληρωμής.Η 50ετής επιμήκυνση των διακρατικών δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης, και η μείωση των επιτοκίων το «ελάχιστο», είναι μία από τις επιλογές που έχει η Γερμανία και ο ευρωπαϊκός βορράς.
Μ’ αυτόν τρόπο η Ελλάδα θα μπορούσε να «αναπνεύσει» και να βρει το χρόνο να αναπτύξει ένα δικό τους παραγωγικό μοντέλο.Στην κατεύθυνση αυτή χρειαζόμαστε
στήριξη για την οικονομία και ζητούμε από την Γερμανική Κυβέρνηση επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Θέλουμε σημαντικό αριθμό γερμανικών εταιρειών να επενδύσουν στην Ελλάδα στη γεωργία, τη βιομηχανία, τον τουρισμό, την ενέργεια , στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. σε τομείς που έχουμε στρατηγικά πλεονεκτήματα. Η κυβέρνηση πρέπει να αναμένει εκτός από οδηγίες, πολιτικές πιέσεις και δανεικά, να βάλουν οι Γερμανοί εταίροι το χέρι στην τσέπη και να προχωρήσουν άμεσα σε επενδύσεις.”