Η χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης

Του ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΟΣ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑ, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργού

Η οικονομική ανάπτυξη των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών τροφοδότησε και τροφοδοτήθηκε από την παροχή δημόσιων αγαθών και άλλαξε ριζικά τον κοινωνικό χάρτη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.

Η δωρεάν παροχή των δημόσιων αγαθών της παιδείας και της υγείας δημιούργησε μια περισσότερο δίκαιη κοινωνία επιτρέποντας την πρόσβαση των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων σε αυτά τα αγαθά. Ιδιαίτερα η δωρεάν παροχή του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης, και μάλιστα της ανώτατης, έδωσε τη δυνατότητα σε κοινωνικά στρώματα, που θα έμεναν πάντα στο περιθώριο της κοινωνικής και οικονομικής προόδου, να επωφεληθούν και να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση τους.

Στη χώρα μας, παρά τη φοροδιαφυγή και συνεπώς την ανεπάρκεια δημόσιων εσόδων, από τη μια πλευρά, και τις σπατάλες στη δημόσια διαχείριση των πόρων, από την άλλη, η δωρεάν παροχή εκπαίδευσης -και κυρίως ανώτατης εκπαίδευσης- συνέβαλε αναμφισβήτητα στην κοινωνική κινητικότητα. Πολλά παιδιά φτωχών αγροτών ή εργατών επωφελήθηκαν από τη δυνατότητα δωρεάν πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση (με ένα μάλλον ακατάλληλο, αλλά αδιάβλητο σύστημα επιλογής) και κατέκτησαν αξιοζήλευτες θέσεις.

Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, σε ολόκληρη την Ευρώπη και ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, το κόστος της δωρεάν παροχής δημόσιων αγαθών αυξάνεται και η ποιότητα χειροτερεύει. Η πίεση για όλο και περισσότερη ιδιωτικοποίηση της παροχής των αγαθών αυτών γίνεται μεγαλύτερη, καθώς το κράτος αδυνατεί πλέον να χρηματοδοτήσει με επάρκεια την παροχή τους.

Στην Ελλάδα, η ανάγκη για μαζικότερη πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς τα ενδιάμεσα στάδια της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης έχουν κοινωνικά απαξιωθεί, δημιουργεί όλο και μεγαλύτερες χρηματοδοτικές δυσκολίες στον κρατικό προϋπολογισμό. Ταυτόχρονα, η πελατειακού τύπου γεωγραφική διασπορά πανεπιστημίων και τεχνολογικών ιδρυμάτων αυξάνει το κόστος και μειώνει την ποιότητα της δωρεάν παροχής του αγαθού της ανώτατης εκπαίδευσης.

Ιδιαίτερα η σημερινή οικονομική κρίση στον κόσμο, στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα έχει περιορίσει ακόμη περισσότερο την ευχέρεια κρατικής χρηματοδότησης της παροχής δημόσιων αγαθών, και ειδικότερα του αγαθού της εκπαίδευσης σε ανώτατο επίπεδο. Οι δημόσιες δαπάνες περικόπτονται καθώς τα δημόσια έσοδα περιορίζονται λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία έχει πάρει δραματικές διαστάσεις.

Το κράτος δεν έχει πολλές επιλογές: υποχρηματοδότηση ή/και διακοπή της δωρεάν δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στο πλαίσιο μιας ορθολογικότερης διαχείρισης, αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος. Το σχέδιο «Αθηνά» προσπάθησε, παρά τις προχειρότητες και τα λάθη, να ανταποκριθεί σ’ αυτή την ανάγκη εξορθολογισμού, με καταργήσεις και συγχωνεύσεις πανεπιστημιακών και τεχνολογικών τμημάτων. Όμως το ελληνικό κράτος, πιεζόμενο ή όχι από τους εταίρους και δανειστές μας, δεν έχει αρκετούς πόρους για να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες των ΑΕΙ, ακόμη και μετά το σχέδιο «Αθηνά».

Στις σημερινές συνθήκες, ουσιαστικά δύο δρόμοι υπάρχουν για τα ΑΕΙ της χώρας μας: ο ένας είναι να υπολειτουργούν και να απαιτούν, μάταια, πόρους από το κράτος, μέχρι να συρρικνωθούν και να κλείσουν. Ο άλλος δρόμος είναι να αναζητήσουν δικούς τους πόρους, με αξιοποίηση της περιουσίας τους, αν έχουν (και πολλά έχουν, όπως π.χ. το Πανεπιστήμιο Αθηνών), και με χορηγίες, προς όφελος του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου τους, όπως γίνεται σε άλλες χώρες, προκειμένου να αποφύγουν τα δίδακτρα.

Προφανώς, η αξιοποίηση της περιουσίας απαιτεί προσπάθεια, μεθοδικότητα και ικανότητα, ενώ η άντληση χορηγιών απαιτεί αξιοπιστία, λογοδοσία και υψηλή ποιότητα εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου. Όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βιώσιμη και δίκαιη λύση η εξοικονόμηση πόρων από το κράτος με απόλυση διοικητικού προσωπικού των ΑΕΙ ή, ακόμη, με μεγαλύτερες μειώσεις των ήδη μειωμένων μισθών των καθηγητών ή με περικοπές και παρακρατήσεις αμοιβών από τη νόμιμη άσκηση των ερευνητικών ή επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=379639