Η αναποτελεσματικότητα μιας δήθεν κουλτούρας και οι ατέρμονες σκέψεις στα «υπόγεια»

Της Αθηνάς Κοροβέση

Απρόοπτες συναντήσεις, απρόσμενες συζητήσεις, τυχαία γεγονότα. Όλα πυροδοτούν σκέψεις στις οποίες ενίοτε να μην προβαίναμε. Τα τυχαία, όσο μπορεί κάποιος να επαφίεται στην τύχη, είναι και τα καλύτερα λένε.

 

Στην Αθήνα «των βουβών και των μοναχικών»

Ας ξεκινήσουμε όμως με ένα πιο χειροπιαστό παράδειγμα. Στην Αθήνα «των βουβών και των μοναχικών», στις υπόγειες σήραγγες της αναμονής και της βιασύνης, μπορεί κανείς να αναθαρρήσει την μοναχικότητα των σκέψεων αν περιεργαστεί λίγο περισσότερο προσεκτικά τις καταστάσεις γύρω του.

Η «ζωή» στο μετρό, για όσους αποτελεί καθημερινή «τελετουργία, μόνο για μοναχικές σκέψεις δεν προσφέρεται. Για να είμαστε ακριβείς, προσφέρεται και με το παραπάνω (ιδίως αν το ταξίδι είναι μοναχικό), ωστόσο αν το βλέμμα ανασηκωθεί -κατά βάση από την οθόνη της προέκτασης του χεριού, κινητού- θα διαπιστώσει το πόσο οι συμπεριφορές των υπολοίπων συνταξιδιωτών, μπορούν να λειτουργήσουν ως το απόλυτο ”food for thought”.

Αυτή δε, η «τροφή για σκέψη» είναι ικανή να μας συνοδεύει ολόκληρη την ημέρα, τις επόμενες ημέρες, έως και για το υπόλοιπο της ζωής μας. Ξέρω, ακούγεται υπερβολικό, αλλά το παρακάτω βιωματικό παράδειγμα ίσως σας κάνει να αναθεωρήσετε. Παρά την απλοϊκότητά του, ενέχει βαθύτερα συμπεράσματα, μιας και όπως πάλι λένε, η ουσία ενυπάρχει στα απλά πράγματα.

 

Υπόθεση… «Σαντορίνη»

 

Θα ΄ταν γύρω στις 8 το βράδυ, βράδυ καθημερινής, όταν λίγες στάσεις πριν κατέβω στον συνηθισμένο μου σταθμό, μία από τις απέναντι θέσεις μένει κενή, καθώς ο καθήμενος αποβιβάζεται από τον συρμό. Στη διπλανή θέση κάθεται η σύζυγος του άνδρα που στέκεται δίπλα της όρθιος. Αμφότεροι τουρίστες, από χώρα της Ανατολικής Ασίας, θαρρώ από την Ιαπωνία. Φορτωμένοι και οι δύο με αποσκευές και ερχόμενοι από την Σαντορίνη, όπως μαρτυρά η μία εκ των χειραποσκευών τους.

Παρά ταύτα, ο σύζυγος δεν «τολμά» να καταλάβει τη θέση δίπλα στην αγαπημένη του, αλλά μένει να κοιτάζει γύρω του εναγωνίως μήπως και μπορέσει να βρει έναν κουρασμένο, δυνητικό επιβάτη. Μάταια. Δεν το βάζει όμως κάτω, και συνεχίζει να στέκει όρθιος για να σηματοδοτήσει την κενότητα της θέσης, παρά το γεγονός ότι ο συρμός δεν «υποφέρει» εκείνη τη στιγμή από την γνωστή πολυκοσμία.

«Μα πολλοί από εμάς δεν πράττουμε το ίδιο;», θα μου επισημάνετε. Και άδικο δε θα ΄χετε. Όμως το βλέμμα αναζήτησης εκείνου του ανθρώπου δεν ομοίαζε με τις συνήθεις αναζητήσεις. Προερχόταν από μία βαθιά επιθυμία, εκφρασμένη με περίσσεια ευγένειας που σπάνια συναντάς. Γι΄ αυτό και σχολιάστηκε ευθύς αμέσως από το «πηγαδάκι» της τετράδας του συρμού στο οποίο και βρισκόμουν. Η συζήτηση επεκτάθηκε πολύ γρήγορα σε συγκρίσεις ατόμων, χωρών, κουλτούρας. Με έναν βαθύ αναστεναγμό να την υπερκαλύπτει βλέποντας ακόμη εκείνον τον άνδρα να στέκεται αν και κουρασμένος, όρθιος και αγέρωχος. Στην προσμονή.

Όπως ειπώθηκε, το παράδειγμα απλοϊκό. Είναι από εκείνα όμως που χαράσσονται βαθιά στο νου και έρχονται στο προσκήνιο των σκέψεων όταν στην εκάστοτε συζήτηση (με αγνώστους, με οικείους, και με τον ίδιο μας τον εαυτό) υπεισέρχεται ο παράγοντας της «ευγένειας».

Μία λέξη που πολλοί εκφέρουμε και αναζητούμε εναγωνίως στους άλλους (κατ΄ αντιστοιχία με την αναζήτηση του πρωταγωνιστή της ιστορίας μας), όμως λίγοι τελικά είναι εκείνοι που την «υπηρετούν». Αντιθέτως, εκλαμβάνουν την καλοσύνη άλλων σαν «χαραμάδα» αδυναμίας, μέσα στην οποία επιθυμούν διακαώς να εισχωρήσουν απομυζώντας κάθε στάλα ενέργειας και αποθέματος της ευγενικής ψυχής τους. Για να μιζεριάσουν την καρδιά τους, στο ίδιο μοτίβο με την δική τους αρπαχτική διάθεση.

 

«Αρπαχτική» κουλτούρα

 

Αυτή είναι η «κουλτούρα» μας ενίοτε. «Αρπαχτική», δίχως ίχνος αξιοπρέπειας και σεβασμού προς τον συνάνθρωπό μας. Παρά την όποια ευγενική διάθεση από πλευράς του «υποτασσόμενου» στη μιζέρια του «εκβιαστή» του.

Η σκέψη αποκτά περισσότερο επικίνδυνα παρακλάδια, αν στη θέση της ευγένειας τοποθετήσουμε την εμπιστοσύνη. Εκεί, τα πράγματα περιπλέκονται, μα όταν αποκαλυφθούν οι «μασκοφόροι», σαν από θαύμα οι καταστάσεις ξεδιαλύνονται. Έχοντας όμως αφήσει μια βαθιά πληγή στον δέκτη του εκάστοτε «εκβιασμού».

Το χειρότερο βέβαια σενάριο, είναι όλα τα παραπάνω να τυλίγονται από έναν μανδύα υποτιθέμενου καθωσπρεπισμού, στην προσπάθεια του θύτη να πείσει άπαντες για το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του για τους συνάνθρωπους του.

Θύτες που γνωρίζουν καλά πώς να ξεφεύγουν από καταστάσεις που μπορεί να τους αποκαλύψουν, με το να φορούν σε κάθε περίσταση και από ένα διαφορετικό προσωπείο. Για να επιτύχουν την καλύτερη διάχυση του αποτελέσματος της δράσης τους. (Συν)άνθρωποι ανυπόμονοι για την εξασφάλιση του δικού τους «εγώ», πατώντας «επί πτωμάτων» για την δική τους ανέλιξη. Πτωμάτων που οι ίδιοι δημιούργησαν. Μέχρι όμως την «ανάσταση» των τελευταίων, και τη φανέρωση της δικής τους αγενέστατης φύσης.

Μέχρι δηλαδή το σημείο που η δική τους «δήθεν κουλτούρα» αγγίξει την «γυάλινη οροφή» της αναποτελεσματικότητας.

 

Ατέρμονες σκέψεις «υπογείων»

 

Οι υπόλοιποι, προς το παρόν, ας κοιτάμε περισσότερο προσεκτικά γύρω μας ώστε να «εξάπτουμε» με ορθολογισμό την σκέψη μας, με αφορμή τέτοιες καθημερινές συμπεριφορές. Εκεί, στα υπόγεια, όπου η θέα αποκτά άλλη διάσταση. Και από όπου μπορείς να αναγνωρίσεις καλύτερα τον ψυχισμό σου.

Όπως ακριβώς και ένας άλλος πρωταγωνιστής σε μία άλλη ιστορία. Στο «Υπόγειο» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο οποίος δεν θα μας αποκαλύψει ποτέ το όνομά του, σαν να ταυτίζεται με όλους όσους διαβάζουν τα απομνημονεύματά του. Από το ξακουστό του εκείνο υπόγειο. Και πηγαίνοντας πίσω τον χρόνο σε καταστάσεις όπου δεν τόλμησε να σηκώσει το ανάστημα του για χάρη μιας φρονιμάδας.

«Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων» περιγράφει στο αριστούργημά του ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης.

«Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας» παροτρύνει ο συγγραφέας από το υπόγειό του, στη συνέχεια των σελίδων ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα παγκοσμίως. Στο οποίο ο συγγραφέας αισθάνεται έως και κάποια ηδονή περιγράφοντάς  τις ακατάπαυστες ήττες του, τη δυστυχία και τη μιζέρια, σε διαρκή ωστόσο αναζήτηση της δικαιοσύνης και του σκοπού της ζωής.

Γιατί, όπως είπαμε, τα υπόγεια προσφέρονται για την αναζήτηση του βαθύτερου «εγώ» μας, για τη συνειδητοποίηση αδικιών ζωής, αλλά και για την ολοκληρωτική απαγκίστρωση από εκείνη τη δήθεν κουλτούρα των μίζερων ανθρώπων.

«Όμως τώρα μου φαίνεται πως μπορούμε να σταματήσουμε εδώ», δανειζόμενη σε αυτό το σημείο την τελευταία φράση του βιβλίου του Ντοστογιέφσκι. Με τις σκέψεις όμως να μην τελειώνουν εδώ, παρά να συνεχίζουν αναζητώντας την απόλυτη απαγκίστρωση και ελευθερία από τα πραγματικά «υπόγεια».

 

"Το Υπόγειο"ευγένειαμετρόσκέψειςΦιοντόρ Ντοστογέφσκι