Η ελληνική αθλητική κοινωνία κι η οικογένεια του μπάσκετ ειδικότερα είναι φτωχότερη. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο μύθος της προπονητικής, ο δημιουργός δύο από των κορυφαίων ομάδων που είδαν τα Ευρωπαϊκά γήπεδα, άφησε την τελευταία του πνοή μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλαιπώρησαν τα τελευταία χρόνια.
Ο άνθρωπος που ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την ήττα, ακόμη και τώρα πάλεψε σαν θηρίο, αλλά κι ο ίδιος γνώριζε ότι είχε φτάσει η ώρα για το μεγάλο ταξίδι.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν από 78 χρόνια (26 Φεβρουαρίου 1945) με την οικογένεια του να έχει καταγωγή από τη Γευγελή και τον ίδιο από μικρό να κολλά το μικρόβιο του μπάσκετ ξεκινώντας από τις ακαδημίες του Άρη. Ξεκινώντας παράλληλα, χωρίς να το ξέρει και μια σχέση ζωής με τους κίτρινους, η οποία βέβαια πέρασε από χίλια κύματα. Ούτως ή άλλως όπως όλοι οι σπουδαίοι έχουν ορκισμένους φίλους και ορκισμένους εχθρούς κι ο «ξανθός» είχε μπόλικους κι από τις δύο κατηγορίες.
Στον Άρη το ταλέντο του ξεχώρισε αμέσως κι αυτός που τον «ανέλαβε» ήταν ο πατριάρχης των κίτρινων Ανέστης Πεταλίδης. Αυτός του έδειξε τι σημαίνει μπάσκετ, αυτός δημιούργησε τον αθλητή Ιωαννίδη (που έπαιξε στα 15 του χρόνια στην ανδρική ομάδα), αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε το κοφτερό μυαλό του και σιγά, σιγά τον προετοίμαζε για προπονητή.
Βέβαια αυτό άργησε να συμβεί κι ίσως λίγοι να γνωρίζουν ότι το πρώτο του εγχείρημα σε πάγκο ήρθε το 1977 ενόσω ήταν ακόμη παίκτης του Άρη. Στα μέσα της σεζόν ο πρόεδρος του Εργοτέλη και συμφοιτητής του στη Γεωπονική σχολή του ζήτησε να αναλάβει την ομάδα για να την οδηγήσει στη Β’ Εθνική και το έκανε πετυχαίνοντας τον στόχο του.
Την επόμενη χρονιά ανέλαβε τον αγαπημένο του Άρη (μόνο τη φανέλα του φόρεσε ως αθλητής και για λίγες συμμετοχές αυτήν της Εθνικής) κι αμέσως έσπασε την αθηναϊκή κυριαρχία κατακτώντας τον τίτλο. «Ανοίγει μια νέα εποχή για τον Άρη και το μπάσκετ. Εύχομαι στον καθένα να βιώσει μια τέτοια χαρά, όπως εγώ σήμερα. Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου», είχε πει μετά από εκείνη την ιστορική επιτυχία και δικαιώθηκε με μικρή καθυστέρηση.
Το συγκεκριμένο επίτευγμα δεν είχε την ανάλογη συνέχεια καθώς ο ίδιος αποχώρησε, αρχικά για τη Λάρισα και μετά το 1980 για την Εθνική ομάδα, για να επιστρέψει το 1982 στον Άρη και να ακολουθήσει έκρηξη. Μια έκρηξη που ακούστηκε για πολλά χρόνια σε όλη την Ευρώπη…
Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά
Ο Ιωαννίδης πείθει μαζί με τους παράγοντες του Άρη τον Νίκο Γκάλη να έρθει στην Θεσσαλονίκη και παρά την απώλεια του τίτλου από τον ΠΑΟ στο μπαράζ της Κέρκυρας η κιτρινόμαυρη αυτοκρατορία είχε αρχίσει να ανατέλλει. Με την έλευση και του Παναγιώτη Γιαννάκη δημιουργείται μια ομάδα που όμοια της δεν έχει ξαναδεί ο ελληνικός αθλητισμός καθώς μέτρησε 80 σερί νίκες στο ελληνικό πρωτάθλημα, 6 σερί πρωταθλήματα (85-90), τέσσερα σερί νταμπλ και τρεις συμμετοχές στα τρία πρώτα ιστορικά φάιναλ φορ…
Για τους μικρότερους όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν αδιάφορα, αλλά οι αναγνώστες που είναι στην ηλικία των 50 και κάτι, τα γνωρίζουν πολύ καλά… Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Άρης ήταν η ομάδα όλης της Ελλάδας που τα βράδια της Πέμπτης όλοι οι δρόμοι ερήμωναν για να τον δουν να αγωνίζεται στο Κύπελλο πρωταθλητριών (εντάξει, εξαιρούνται οι οπαδοί του ΠΑΟΚ που κάθε Πέμπτη είχαν την τιμητική τους έξοδο βρίσκοντας τραπέζι σε όποιο μαγαζί ήθελαν).
Ο Άρης του Ιωαννίδη ήταν πλέον μέγεθος που είχε ξεπεράσει προ πολλού τα στενά όρια της Ελλάδας, με τον Έλληνα τεχνικό να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης για την εκπληκτική ομάδα που είχε φτιάξει αλλά και τα απίστευτα ξεσπάσματα του κατά τη διάρκεια των αγώνων.
Μόνο που αυτός ο Άρης μπορεί να κέρδισε τα πάντα εντός συνόρων, αλλά ο «Ξανθός άγιος» του ελληνικού μπάσκετ δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει στα χέρια του το… Ιερό Δισκοπότηρο που αναζητούσε σαν άλλος Ιντιάνα Τζόουνς: Το Κύπελλο πρωταθλητριών (τη σημερινή Ευρωλίγκα).
Τρία φάιναλ φορ, τρεις χαμένοι ημιτελικοί με τον Αρη και το καλοκαίρι του 1991 ήρθε η ώρα για τη μεγάλη αλλαγή…
Πιάνοντας στο ερυθρόλευκο λιμάνι
Ο ίδιος είχε αποχωρήσει από τον Άρη που σιγά, σιγά δεν μπορούσε να σηκώσει το οικονομικό βάρος της αυτοκρατορίας που είχε δημιουργήσει κι ο Σωκράτης Κόκκαλης τον πείθει να αφήσει τη Θεσσαλονίκη και να αναλάβει τον Ολυμπιακό.
Την πρώτη του κιόλας χρονιά οδηγεί τους ερυθρόλευκους στη 2η θέση και αφήνει εκτός Κυπέλλου πρωταθλητριών τον Άρη («στην επιστροφή μου στο Παλέ Ντε Σπορ με έβριζαν ακόμη και οι κολλητοί μου, οι παιδικοί μου φίλοι», είχε εξομολογηθεί) κι από το 1993 έως το 1996 ο Ολυμπιακός γίνεται ο νέος αυτοκράτορας του ελληνικού μπάσκετ κατακτώντας τέσσερις σερί τίτλους.
Και στον Πειραιά όμως ο τίτλος του πρωταθλητή Ευρώπη του ξεφεύγει χάνοντας αυτή τη φορά στους τελικούς. Το 1994 στο Τελ Αβίβ από την Μπανταλόνα (με εκείνο το απίθανο τρίποντο του Κόρνεϊ Τόμπσον) και το 1995 στη Σαραγόσα από την Ρεάλ των Σαμπόνις, Αρλάουκας. Και τις δύο φορές στους ημιτελικούς είχε κερδίσει τον Παναθηναϊκό.
Αυτές οι απώλειες έφεραν και το ράγισμα στις σχέσεις του με τον Σωκράτη Κόκκαλη με την αποχώρηση του από τον Ολυμπιακό να προκαλεί θύελλα αντιδράσεων… Την επόμενη χρονιά αναλαμβάνει την ΑΕΚ και το 1998 την οδηγεί στον τελικό του Κυπέλλου πρωταθλητριών για να χάσει για μια ακόμη φορά…
Επέστρεψε στον Ολυμπιακό για μια σεζόν, χωρίς την ανάλογη επιτυχία και παρόλο που ακόμη ήταν μικρός σε ηλικία η τελευταία του προπονητική παρουσία καταγράφηκε στον πάγκο της Εθνικής (2003).
Η στροφή στην πολιτική
Θεωρητικά θα συνέχιζε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αλλά αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για να πολιτευτεί και από τη στιγμή που εκλέχθηκε λόγω ασυμβίβαστου έπρεπε να παραιτηθεί.
Εξελέγη βουλευτής σε τρεις διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις, διετέλεσε Υφυπουργός Αθλητισμού για δύο θητείες (2007-2009, 2012-2013) για να αποσυρθεί σιωπηλά από τα κοινά κάνοντας σπάνιες και επιλεγμένες ΄δημόσιες εμφανίσεις.
Μια από τις τελευταίες του ήταν όταν ο Άρης τον τίμησε τον Φεβρουάριο του 2019 μαζί με την ομάδα που κατέκτησε τον τίτλο το 1979 και λίγους μήνες αργότερα όταν βρέθηκε στο μουσείο της αγαπημένης του ομάδας… Εκεί όπου τα δικά του επιτεύγματα είχαν περίοπτη θέση με τον «ξανθό» να βουρκώνει.
Προληπτικός, εκρηκτικός και τελειομανής
Για την αξία του ως προπονητή δεν χρειάζεται παρά να ρίξει κανείς μια ματιά στους ατελείωτους τίτλους τους… Πίσω από τον προπονητή Ιωαννίδη υπήρχε ο άνθρωπος Γιάννης για τον οποίο υπήρχαν πολλοί μύθοι και αλήθειες.
Ο «ξανθός» έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πλέον προληπτικούς ανθρώπους, με τον ίδιο ποτέ να μη δίνει ξεκάθαρη απάντηση.
«Υπήρχε αυτός ο μύθος ότι ήμουν προληπτικός, αλλά εγώ ξέρω ότι μου έδωσε τη λύση σε πολλά προβλήματα. Ελεγα δεν θέλω να δει κάποιος την προπόνηση, δεν θέλω να μπει κάποιος στο πούλμαν, η ομάδα είναι ομάδα, έχει τα χούγια της, αν θέλετε ελάτε, αλλά αν χάσουμε να ξέρετε ότι θα σας θεωρήσω υπεύθυνους. Όταν τους έλεγα ότι πρέπει να σεβαστούν την ομάδα δεν το καταλάβαιναν. Όταν προέταξα το γούρι, δεν ερχόταν κανείς. Ετσι βρήκα την ησυχία μου», είχε εξηγήσει σε μία από τις συνεντεύξεις του.
Κάποιοι φίλοι του βέβαια διαβάζοντας αυτά που έλεγε, γελούσαν πονηρά ενθυμούμενοι το ότι το λεωφορείο του Άρη έπρεπε να μπει από μονόδρομο για να πάει στο γήπεδο, τη συγκεκριμένη τσέπη που έβαζε τα τσιγάρα του ή το τυχερό του ντοσιέ (που του είχε κλέψει οπαδός του ΠΑΟΚ λίγο πριν το τζάμπολ σε ένα ντέρμπι της πόλης)…
Βαθιά θρησκευόμενος, εν ώρα αγώνα δεν είχε κανένα πρόβλημα να ρίξει τα καντήλια του προς πάσα κατεύθυνση και μετά το τέλος του αγώνα να ζητήσει συγχώρεση.
Είπαμε ο «Ξανθός» ήταν ο στρατηγός που δεν έστελνε απλά τους παίκτες του στη μάχη, αλλά συμμετείχε κι ίδιος έχοντας τη λογική της νίκης με κάθε κόστος ή αν προτιμάτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Κι αυτή ακριβώς η λογική και το πάθος που μεταλαμπάδευε στην ομάδα του τον έκανε εξαιρετικά αντιπαθή στους αντιπάλους του και είδωλο για τους οπαδούς της δικής του ομάδας.