Στις 15 Απριλίου 1989 το Χίλσμπορο του Σέφιλντ είχε γεμίσει ασφυκτικά από οπαδούς της Λίβερπουλ και της Νότιγχαμ Φόρεστ που αγωνίζονταν σε έναν από τους δύο ημιτελικούς του Κυπέλλου Αγγλίας.
Ωστόσο η χαρά και η αγωνία για τη μεγάλη αναμέτρηση μετατράπηκη σε αγώνα επιβίωσης, καθώς η απόφαση των επικεφαλείς των αστυνομικών δυνάμεων να επιτρέψουν την είσοδο στο γήπεδο σε περίπου 2.000 οπαδούς της Λίβερπουλ οι οποίοι είχαν εισιτήριο, αλλά είχαν καθυστερήσει να μπουν λόγω αυστηρών ελέγχων, έφερε το μοιραίο.
Το γήπεδο ήταν ασφυκτικά γεμάτο και η ορμητική είσοδος των επιπλέον 2.000 προκάλεσε πανικό με οπαδούς που ήταν ήδη μέσα να στριμώχνονται και να βρίσκουν τραγικό θάνατο από ασφυξία ενώ κάποιοι άλλοι ποδοπατήθηκαν από τον κόσμο που έτρεχε να σωθεί.
Ο τελικός απολογισμός έδειξε 97 νεκρούς και 766 τραυματίες με την αστυνομία να ρίχνει την ευθύνη σε μεθυσμένους οπαδούς, αλλά τις οικογένειες των θυμάτων και τις Ενώσεις φιλάθλων να καταγγέλλουν την αστυνομία για εγκληματική αμέλεια.
Όπως αποδείχθηκε από τις έρευνες που έγιναν από ανεξάρτητες Αρχές της Βρετανίας, οι οπαδοί είχαν δίκιο στους ισχυρισμούς τους.
Ωστόσο η βρετανική αστυνομία και το εθνικό συμβούλιο αρχηγών αστυνομίας της Βρετανίας (NPCC) και το κολέγιο αστυνομίας, χρειάστηκε να περάσουν 34 ολόκληρα χρόνια για να ζητήσουν και επίσημα συγνώμη από τους επιζώντες και τις οικογένειες των θυμάτων της τραγωδίας του Χίλσμπορο.
Παρόλο που το 1990 η έρευνα του Πίτερ Τέιλορ (δικαστής που είχε οριστεί με εντολή της τότε πρωθυπουργού) Μάργκαρετ Θάτσερ απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη στην τοπική αστυνομία του Νότιου Γιορκσάιρ, οι μοναδικές συνέπειες ήταν η απόταξη δύο ανώτατων αξιωματικών, οι οποίοι ωστόσο αθωώθηκαν στη δίκη που ολοκληρώθηκε το 2002.
Βέβαια ο αγώνας των οικογενειών δεν σταμάτησε εκεί, καθώς υπήρχαν νέες προσφυγές και το 2012 μία ανεξάρτητη επιτροπή απεφάνθη ότι οι 41 από τους 97 νεκρούς θα μπορούσαν να είχαν ζήσει, αν λάμβαναν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα.
Αυτό το πόρισμα προκάλεσε νέο κύκλο δικαστικής διαμάχης αλλά το 2019 ο Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, ο αστυνομικός διοικητής που ήταν υπεύθυνος για τις επιχειρήσεις στο στάδιο, κρίθηκε αθώος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, προκαλώντας την οργή στις οικογένειες των θυμάτων, κάτι που συνέβη και το 2021 με την αθώωση δύο ακόμη υψλόβαθμων στελεχών της αστυνομίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως οι αστυνομικές Αρχές έκριναν ότι είχε φτάσει η στιγμή για να αναλάβουν το βάρος των ευθυνών τους για τα τραγικά γεγονότα.
«Η αστυνόμευση απέτυχε βαθιά στην τραγωδία του Χίλσμπορο. Λυπούμαστε που η υπηρεσία το έκανε τόσο λάθος», δήλωσε ο αρχιφύλακας Άντι Μαρς, διευθύνων σύμβουλος του Κολλεγίου αστυνόμευσης.
«Οι αστοχίες της αστυνομίας ήταν η κύρια αιτία της τραγωδίας και από τότε συνέχισαν να καταστρέφουν τις ζωές των μελών της οικογένειας. Όταν χρειαζόταν περισσότερο η ηγεσία, οι πενθούντες αντιμετωπίζονταν συχνά με αναίσθητο τρόπο και η απάντηση δεν είχε συντονισμό και επίβλεψη».
Ο Μάρτιν Χιούιτ, πρόεδρος του NPCC, δήλωσε ότι «λυπάται βαθιά για τις τραγικές απώλειες ζωών» και για τον «πόνο και τον πόνο που βίωσαν οι οικογένειες των 97 θυμάτων εκείνη την ημέρα» και τα χρόνια που ακολούθησαν.
«Συλλογικά, οι αλλαγές που έγιναν μετά την καταστροφή του Χίλσμπορο και ως απάντηση στην έκθεση του αιδεσιμότατου Τζέιμς Τζόουνς στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι οι τρομερές αστυνομικές αστοχίες που έγιναν την ημέρα και μετά δεν θα μπορέσουν ποτέ να επαναληφθούν», πρόσθεσε.
Υπενθυμίζουμε ότι μετά από την συγκεκριμένη τραγωδία η αγγλική κυβέρνηση κατήργησε τις θύρες των ορθίων, γεγονός που μείωσε τη χωρητικότητα των γηπέδων, αλλά αύξησε τα επίπεδα ασφάλειας των θεατών.